Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

"Το μπλε ποδήλατο", του Ιωάννη Τσουτσουμάνου



Θυμάμαι το μπλε ποδήλατο του παππού, του μπάρμπα Γιάννη, όπως τον φωνάζουν στο χωριό. Όταν ήμουν μικρός, το μεσημέρι μετά το φαγητό παίρναμε  με τον παππού ένα χεράκι ύπνο. Μόλις ξυπνούσαμε η γιαγιά είχε ήδη ετοιμάσει τα αποφάγια να τα πάμε στη Λίζα, το σκύλο μας , στην περίφραξη. Ανεβαίναμε εγώ κι ο παππούς στο μπλε ποδήλατο, που μου άρεσε να το γεμίζω αυτοκόλλητα. Ήταν ψηλό με εικοσιεξάρες ρόδες, πολύ λεπτές, για άσφαλτο, και είχε ένα καλαθάκι στο πίσω φτερό, όπου βάζαμε τα αποφάγια για τα ζωντανά. Ο παππούς καθόταν στη σέλα κι εγώ σ’ ένα μαξιλαράκι που είχε κολλήσει ειδικά για μένα. Στον δρόμο για την περίφραξη ο παππούς μού μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια.
Σήμερα το ποδήλατο είναι παρατημένο στην περίφραξη, καθώς ο παππούς γέρασε και προτιμάει να πηγαίνει με το αυτοκίνητο. Το μπλε ποδήλατο έχει σκουριάσει, του λείπει μια ρόδα , τα αυτοκόλλητα έχουν ξεκολλήσει και το μαξιλάρι τρύπησε και έχει βγει από τη θέση του.
                                                  Γιάννης Τσουτσουμάνος , Β4

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

"Ἐνα τζιπάκι με ανεμόσκαλα" , της Βασιλικής Τοπαλούδη



Ο πατέρας μου έχει ένα τζιπάκι τέσσερα επί τέσσερα, που τα μπροστινά του φώτα μοιάζουν με μάτια βατράχου και το σώμα του με σκαθάρι. Τα καθίσματά του είναι από αφρολέξ και θυμίζουν σκάφες πλυσίματος. Επειδή έχει μεγάλη απόσταση από το έδαφος, για να το ανεβεί κανείς χρειάζεται ανεμόσκαλα. Το τζιπάκι αυτό γίνεται και αμφίβιο, όταν πηγαίνει μέσα στα ποτάμια με βάθος έως ενάμισι μέτρο  και σκαρφαλώνει ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει δρόμος. Από τα πολλά χτυπήματα όμως  νομίζω ότι έχει μαζέψει και χωράει πλέον μόνο δύο άτομα. Εγώ το ονομάζω «κλουβί», γιατί δεν υπάρχει πολύς χώρος να κινηθεί κανείς, αλλά ο πατέρας μου το θεωρεί «εργοστάσιο αδρεναλίνης». 


                                                  Λία Τοπαλούδη, Β4

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Αν με ρωτάς για το αγαπημένο μου παιχνίδι .. ( β΄ μέρος)



      
 "   Χανόμουν ώρες ολόκληρες μέσα στο δικό μου κόσμο" , της Μαρίας Κυρανούδη, Β1
     
   Ένα παιχνίδι που θα μου μείνει αξέχαστο από τα παιδικά μου χρόνια, είναι το κάστρο της «Ωραίας Κοιμωμένης». Ακόμα θυμάμαι την ημέρα που πήρα το δώρο μου  από τον Αϊ Βασίλη όταν ήμουν τριών χρονών. Μόλις το είδα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο νόμιζα ότι ο Αϊ Βασίλης μου έφερε ένα κανονικό παλάτι, γιατί ήταν τόσο μεγάλο, που ξεπερνούσε το μπόι μου!!!
        Εξωτερικά το κάστρο μου ήταν πανέμορφο, ήταν μια μωβ οπτασία! Είχε σκαλιστά λουλουδάκια και διάφορα άλλα σχεδιάκια στον τοίχο, ένα μεγάλο κουμπί σε σχήμα καρδιάς που όταν το πίεζες ακουγόταν μία υπέροχη μελωδία. Η πύλη του παλατιού ήταν πελώρια και ήταν και αυτή σκαλισμένη με διάφορα σχεδιάκια. Το παλάτι μου είχε επίσης τέσσερα παράθυρα από την πίσω πλευρά με διαφορετικό σχήμα το καθένα, δύο βασιλικές σημαίες και έναν ιδιαίτερο μηχανισμό που όταν τον γυρνούσες μπορούσες να βάλεις πάνω την πριγκίπισσα και να χορεύει.

          Είχε δύο ορόφους, γι' αυτό άλλωστε το θεωρούσα τεράστιο. Πάνω από τον δεύτερο όροφο, υπήρχε μία σοφίτα με ένα μπλε κρεβάτι όπου συνήθως έβαζα την πριγκίπισσα να κοιμάται. Η σοφίτα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πύργους. Τον πύργο δεξιά από τη σοφίτα τον χρησιμοποιούσα συνήθως ως αποθήκη, ενώ στον αριστερό πύργο τοποθετούσα συνήθως το αδράχτι. Στο ισόγειο έβαζα την ντουζιέρα και τα πράγματα για τη θάλασσα. Επίσης μερικές γλάστρες και ένα μικρό κουζινάκι. Στον πρώτο όροφο ήταν η τραπεζαρία με την βασιλική πολυθρόνα και τον μηχανισμό που ανέφερα πιο πριν. Στον δεύτερο όροφο που ήταν και ο μεγαλύτερος, υπήρχαν τέσσερις κρεβατοκάμαρες και το μεγάλο μπάνιο. Ακόμη υπήρχε μία μεγάλη ροζ σκάλα που συνέδεε όλο το παλάτι.
         Αυτή την πανέμορφη εικόνα τη συμπλήρωνε ένας μεγάλος κήπος με δέντρα, ένα πολύχρωμο σιντριβάνι, μια μωβ κούνια, άσπροι πανέμορφοι κύκνοι και ένα σκυλάκι. Επίσης υπήρχε μια μικρή αίθουσα εκδηλώσεων με λουλούδια διασκορπισμένα σε όλο το χώρο. Ξέχασα επίσης να προσθέσω, ότι στη σοφίτα παραμόνευε και ένας μεγάλος κόκκινος δράκος!! Πολλές φορές δημιουργούσα ιστορίες μέσα στο μυαλό μου και στη θέση της βασιλικής οικογένειας έβαζα τα play mobile μου και άλλα σπιτάκια γύρω από το παλάτι και δημιουργούσα έτσι μια ολόκληρη πόλη. Πολλές φορές έμπλεκα διάφορα παραμύθια π.χ. τη Χιονάτη, βάζοντας μέσα στο κάστρο και τους επτά νάνους ή τη Σταχτοπούτα και τη μικρή γοργόνα.

         Χανόμουν ώρες ολόκληρες μέσα στο δικό μου κόσμο .Τον έφτιαχνα όπως ήθελα και όπου δεν υπήρχε το κακό και η αδικία και που το μυαλό ενός παιδιού δεν μπορεί να φανταστεί τις συμφορές που υπάρχουν στον έξω κόσμο. Επειδή το έστηνα στη μέση του σαλονιού καθόμουν σαν φρουρός από πάνω του προειδοποιώντας τους γονείς μου και τον αδερφό μου να προσέχουν μην μου το γκρεμίσουν. Τελειώνοντας το διάβασμα με τα χρόνια έτρεχα να χωθώ στον δικό μου παραμυθένιο κόσμο.

Αν με ρωτάς για το αγαπημένο μου παιχνίδι ... ( α' μέρος)



"Ο Τούμπας" , της Μαρίας Έλενας Αρπατζάνη, Β1
Ο Τούμπας έχει στον σκελετό του ένα φανταχτερό κόκκινο χρώμα με ασημί τελειώματα και μια μαύρη σέλα με άσπρα κεφαλαία και έντονα γράμματα. Είναι το μηχανάκι μου, που μαζί του έχω περάσει ατελείωτες ώρες είτε μαστορεύοντάς το είτε χαλώντας το είτε πηγαίνοντας βόλτα. Του έδωσα αυτό το όνομα , γιατί έχω πέσει πάρα πολλές φορές από την ωραία του σέλα, άλλοτε με σοβαρά κατάγματα και άλλοτε με μικρές πληγές. Όμως όσο πέφτω, άλλο τόσο το θέλω, ίσως γιατί μου έγινε ένας τρόπος ζωής και κατά κάποιο τρόπο πάνω του μεγάλωσα. Μου δίδαξε τους κινδύνους στην άσφαλτο, μου έδειξε το σκεπτικό των οδηγών, με βοήθησε να μπω στη θέση των πεζών.



"Μόνο ο θεός ξέρει αν δουλεύει ακόμη.." , του Γιώργου Καμαργιαννούδη, Β1
Ένας ασύρματος μου χάρισε αξέχαστα παιχνίδια με τους φίλους μου. Η αλλαγή της φωνής από το παιχνίδι και το χακί χρώμα του μας έκαναν να νιώθουμε πολεμιστές, αν και τα όπλα μας δεν ήταν τίποτε άλλο  από κλαδιά δέντρων. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες και φωνάζαμε αναστατώνοντας τη γειτονιά. Πατούσαμε το κουμπί του και απειλούσαμε ότι θα επιτεθούμε. Περάσαμε αξέχαστες εμπειρίες, αλλά τώρα είναι παρατημένος σε μια γωνιά στην αποθήκη και μόνο ο θεός ξέρει αν δουλεύει ακόμη.



 

" Κάτι μεταξύ μύγας και πάντα.." , της Αφροδίτης Μαλλίτου, Β1


Ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια από όταν ήμουν μικρή είναι μία μηχανή. Μου την είχε κάνει δώρο ο παππούς μου και μόλις την είδα ενθουσιάστηκα πολύ. Ήταν επαναφορτιζόμενη και είχε τρείς τροχούς.
  Το χρώμα της ήταν κόκκινο με άσπρο όπως τα χρώματα του Ολυμπιακού. Από μπροστά ήταν άσχημη και έμοιαζε με κάτι μεταξύ μύγας και πάντα. Από πίσω έμοιαζε με τον πισινό ενός ελέφαντα και είχε ένα καλάθι που έμοιαζε με το κεφάλι ενός μικρού εξωγήινου και ήταν πολύ αστείο. Εκεί ρίχναμε με την αδερφή μου τις αποσκευές μας για τα ταξίδια με την μηχανή. Επίσης είχε φλας και κόρνα με ήχο μεταξύ πάπιας και αηδονιού.
  Το παιχνίδι που κάναμε με τη συγκεκριμένη μηχανή ήταν ατελείωτο. Άρεσε πολύ σε εμένα και την αδερφή μου και πολλές φορές τσακωνόμασταν για το ποια θα την οδηγήσει και ποια θα μπει στην πίσω θέση. Την λατρεύαμε και όταν τελείωνε η μπαταρία απογοητευόμασταν και η ανυπομονησία μας για να την ξανά  καβαλήσουμε ήταν τεράστια.
  Τώρα όμως που μεγαλώσαμε η μηχανή δεν μας χωράει και βρίσκεται στο υπόγειο. Όταν μάλιστα την αποχωριστήκαμε νιώσαμε πολύ λυπημένες. Σύντομα όμως θα την ξανά βγάλουμε για τα μικρά μου τα ξαδέρφια και εννοείται πως θα την οδηγήσω κι εγώ ξανά!!!!!!!!!!!!!