Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ταξίδι στο σχολείο του παρελθόντος ( συνέχεια)


Μια μέρα ο παππούς μου πήγαινε να παίξει με τους φίλους του. Ήταν η ώρα 2 το μεσημέρι και ,  καθώς βρήκε στο δρόμο ένα αλουμινένιο κουτάκι , άρχισε να το κλωτσάει. Δεν είχε καταλάβει όμως ότι ο δάσκαλός του ήταν πίσω του και τον παρακολουθούσε. Την άλλη μέρα μόλις πήγε στο σχολείο , τον σήκωσε ο δάσκαλος και του είπε πως θα τον τιμωρήσει για «ανάρμοστη συμπεριφορά». Του είπε λοιπόν να ανοίξει τα χέρια κι άρχισε να τον χτυπάει με την κρανιά.
                                                                               Θανάσης Κρόκος Α2

"Τα παιδικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα , που δεν τα ξεχνά κανείς. Όταν πήγα πρώτη φορά στο Δημοτικό με περίμενε μια ζεστή τάξη και μια όμορφη δασκάλα, που εκτός από τα πρώτα γράμματα, μας έμαθε και πώς να γίνουμε σωστοί άνθρωποι. Αν και οι δάσκαλοι τότε ήταν πολύ αυστηροί, η δασκάλα μας ήταν πάντα χαρούμενη και καλοσυνάτη. Στα διαλείμματα το προαύλιο έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα, έτσι όπως τρέχαμε με τις γαλάζιες ποδιές κορίτσια και αγόρια. Τα παιχνίδια μας ήταν : κυνηγητό, σβούρες γύρω από τον ιστό της σημαίας και το χειμώνα τσουλήθρα στον πάγο.
Όλοι συμμετείχαμε στις εργασίες του σχολείου. Σαν εργατικά μυρμήγκια κουβαλούσαμε τα βιβλία από την αποθήκη του σχολείου , για να τα μοιραστούμε στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Το ίδιο γινόταν και όταν έρχονταν τα ξύλα για τις ξυλόσομπες που θα μας ζέσταιναν τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Ακόμη δε θα ξεχάσω τις γυμναστικές επιδείξεις που γίνονταν στο τέλος της χρονιάς, όπως και την ικανοποίηση για το αποτέλεσμα, αλλά και τη χαρά που θα πηγαίναμε σε μεγαλύτερη τάξη. "                                     Τα λόγια της μητέρας του καταγράφει ο  Νταβρανίκας Δημήτρης,   Α2

Ο πατέρας μου στο σχολείο είχε φάει πολλές τιμωρίες , αλλά η πιο αξέχαστη ήταν αυτή που έφαγε ως μαθητής του δημοτικού την  τελευταία μέρα του σχολείου πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Το προηγούμενο απόγευμα όλη η παρέα μαζί με τον πατέρα μου έπαιζαν μπάλα. Όμως ένας από τους φίλους του έσπασε ένα παράθυρο της τάξης τους. Την επόμενη μέρα ο δάσκαλος έδειρε όλη την παρέα με το χάρακα για τιμωρία. Από το θυμό τους την ίδια μέρα οι φίλοι του μπαμπά μου έσπασαν όλα τα παράθυρα της τάξης .                                 Μπακαλούδης  Απόστολος,  Α2

Όταν η μητέρα μου πήγαινε στο Λύκειο τη δεκαετία του ΄ 80 ήταν ένα ατίθασο και ζωηρό κορίτσι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να την έχουν συνέχεια στο μάτι οι καθηγητές και φυσικά με την πρώτη αφορμή να παίρνει απουσία. Έφτασε λοιπόν να έχει πολλές απουσίες και να είναι στο όριο να μείνει στην ίδια τάξη. Όταν ήρθε η στιγμή να κάνει κατάληψη όλο το σχολείο, η μαμά μου μαζί με την παρέα της δεν μπορούσαν να συμμετέχουν , γιατί αλλιώς θα έμεναν στην ίδια τάξη. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν μόνοι τους κατάληψη και να κρατήσουν ομήρους τους καθηγητές τους. Όταν έμπαινε ένας καθηγητής στην τάξη τον κρατούσαν υπό την ομηρία τους. Η απαίτησή τους ήταν να μην πάρουν απουσίες. Μέσα στην τάξη επικρατούσε χάος. Χόρευαν , χοροπηδούσαν , τραγουδούσαν, φώναζαν τα αιτήματά τους και έκαναν τη ζωή των καθηγητών κόλαση. Η προσοχή όλου του σχολείου στράφηκε στην τάξη της μαμάς μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περνούν αυτοί καλύτερα από αυτούς που ήταν έξω και έκαναν «και καλά» κατάληψη. Έτσι λοιπόν με τις διαπραγματεύσεις που έκαναν  τα θέματα  λύθηκαν , η κατάληψη τελείωσε και τα αιτήματά τους έγιναν δεκτά. Ως αρχηγός της τάξης η μαμά μου έφυγε ικανοποιημένη και χαρούμενη από την όλη κατάσταση.
                                                             Ξυδοπούλου  Γεωργία, Α2

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Ταξίδι στο σχολείο του παρελθόντος

Στα πλαίσια του μαθήματος της λογοτεχνίας μαθητές της Α΄ τάξης του Γυμνασίου ζήτησαν από τους γονείς και τους παππούδες τους να ανασύρουν από τη μνήμη τους εικόνες και περιστατικά από το σχολείο του παρελθόντος. Ιδού τι κατέγραψαν ...

«Οι δάσκαλοι στα χρόνια της γιαγιάς μου ήταν αυστηροί. Οι μαθητές μέσα στην τάξη έπρεπε να κοιτάνε στα μάτια το δάσκαλο και να κάνουν απόλυτη ησυχία. Κάθονταν στα θρανία σε σειρές και αν έκαναν φασαρία ή δεν ήξεραν το μάθημα , τους έβαζαν τιμωρία να κάθονται στη γωνία της τάξης ή ασκούσαν σωματική βία  χτυπώντας τους τα χέρια, ώσπου στο τέλος δεν μπορούσαν να γράψουν.
Οι μαθητές φοβούνταν τους δασκάλους και ακόμα και έξω, όταν τους έβλεπαν , άλλαζαν δρόμο.
Η εκπαίδευση ήταν άδικη και αυστηρή για τους μαθητές και το μάθημα δεν ενδιαφερόταν για τον ψυχικό κόσμο του παιδιού.»
Η Γαβριηλίδου Πανδώρα από το Α1 κατέγραψε τη διἠγηση της συνονόματης γιαγιά της. 

« Μια χειμωνιάτικη μέρα του 1947 είχε χιονίσει πάρα πολύ. Οι δρόμοι του Σουφλίου είχαν σκεπαστεί από χιόνι κι οι άνθρωποι άνοιγαν μικρούς διαδρόμους ίσα ίσα για να μπορούν να κυκλοφορούν με τα πόδια.
Ο μπαμπάς ενός φίλου μου,  που ήταν φούρναρης, μοίραζε με το γαϊδούρι του ψωμιά σε όλη την πόλη. Ξαφνικά , ενώ κάναμε το μάθημα των μαθηματικών , μπαίνει απότομα μέσα στην τάξη ο πατέρας του φίλου μου και λέει: «Γιάνν’ έγυρει του γκατζόλ’, έλα να μάσουμει τα ψουμιά.» Αμέσως ο συμμαθητής μου τινάχτηκε κι άρχισε να τρέχει, για να βοηθήσει τον πατέρα του.
Μη χάνοντας ευκαιρία κι εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε από πίσω του, τάχα για να βοηθήσουμε. Τελευταίος ακολουθούσε ο δάσκαλος φωνάζοντας να γυρίσουμε πίσω. Φυσικά κανείς δεν τον άκουσε κι έτσι την επόμενη μέρα υπήρξε η σχετική τιμωρία με τη βέργα του δασκάλου.»  
Ο Κωνσταντίνος Αλεξούδης διηγήθηκε το παραπάνω περιστατικό στον εγγονό του Κωνσταντίνο το νεότερο  από το Α1 

Ο μπαμπάς μου, όταν πήγαινε στο δημοτικό σχολείο έκαναν μια φορά το χρόνο θέατρο, όπου έπαιζε και ο ίδιος. Ο μπαμπάς μου μεταξύ άλλων είχε να πει τη φράση : «Σπιτάκι μου θα γύριζα, έχω φαμίλια ο δόλιος.» . Επειδή όμως δεν την τόνιζε σωστά , κάθε φορά που το έλεγε έτρωγε ξύλο στα χέρια με το χάρακα. Αυτό γινόταν επί μία ώρα συνεχώς, οπότε , αν και σε κάποια στιγμή το είπα σωστά, ο δάσκαλος του ξαναείπε να ανοίξει τα χέρια και του έδωσε ξανά ξύλο.
Ήταν μια πολύ οδυνηρή εμπειρία για τον μπαμπά μου.
Την ιστορία του πατέρα της Χαράλαμπου αφηγήθηκε η Παναγιώτα Μπαΐρα από το Α2


Το Σουφλί εκτός από τον τίτλο «η πόλη του μεταξιού» φέρει ακόμα έναν :το «δασκαλοχώρι». Το 1920 , μου είπε η γιαγιά μου, τα παιδιά στο σχολείο ντύνονταν κομψά, αν και ήταν φτωχά. Τότε δεν είχαν βιβλία, ούτε τετράδια, παρά μόνο ένα πινακάκι και ένα μολύβι. Ακόμη έπρεπε να υπακούν τους δασκάλους, γιατί , αν έκαναν του κεφαλιού τους, τους περίμεναν ξύλο και φωνές.
            Τα λόγια της γιαγιά του μας μεταφέρει ο  Αλατζιάς Θάνος από το Α1

Γράφαμε διαγώνισμα στην ιστορία, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα. Ο συμμαθητής μου που καθόταν από πίσω μου –ήταν κοντός και κρυβόταν-ήξερε τις περισσότερες απαντήσεις. Του ζήτησα λοιπόν να μου τις πει κι εμένα κι αυτός άρχισε να ψιθυρίζει.  Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα κι έτσι αγανακτισμένος του φώναξα:
-Άντε ρε , μπίρι μπίρι, σκατά έχ΄ς στου στόμα΄ς;
Όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια , αλλά η καθηγήτρια μου φώναζε:
-Δεν ντρέπεσαι ; Δε φτάνει που σου λέει τις απαντήσεις , τον βρίζεις κιόλας!
-Ποιες απαντήσεις κυρία; Τίποτα δεν ακούω.
         Την εμπειρία του πατέρα του κατέγραψε ο   Γκουδούλας Μιχάλης από το  Α1

Μια μέρα η γιαγιά μου πήγε στο σχολείο αδιάβαστη. Η κυρία ξεκίνησε το μάθημα και άρχισε να ρωτάει τα παιδιά, όμως κανένα δεν ήξερε να απαντήσει. Η κυρία άρχισε να φωνάζει και για να τους τιμωρήσει , είπε πως θα τους κλείσει στην αποθήκη του σχολείου. Τότε όλα τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και μόνο η γιαγιά μου γελούσε , γιατί της φάνηκε παράξενο. Η δασκάλα μόλις είδε τη γιαγιά μου να γελάει , είπε στα παιδιά να κάνουν μία συμφωνία · αν η γιαγιά μου έκλαιγε, δεν θα τους πήγαινε στην αποθήκη. Τότε όλα τα παιδιά άρχισαν να παρακαλούν τη γιαγιά μου να σταματήσει το γέλιο. Στο τέλος η δασκάλα άρχισε κι εκείνη να γελάει και αποφάσισε να τους το χαρίσει.              
Η Χριστίνα Κλαρνέτα από το  Α1 διηγείται ένα περιστατικό από τη σχολική ζωή της γιαγιά της.

Οι λογοτέχνες θυμούνται τη σχολική τους ζωή ...


                         Ένα γερό ξύλο
Ήμουνα τότες στην Α΄ή Β΄ Ελληνικού.  Ο καθηγητής μας μάς  παίδευε κυριολεκτικά στο συντακτικό και στη γραμματική . Μας  έβαζε ένα ωρισμένο κομμάτι αρχαίο ελληνικό κείμενο κι εμείς έπρεπε να του γράφουμε στο χαρτί όλη τη συντακτική ανάλυση. Εγώ ήμουνα καλός μαθητής κι έκανα ευσυνείδητα τη δουλειά μου αυτή, μα δεν μπορούσα ν΄ αντισταθώ και στις φυσικές μου ανάγκες. Έτσι σε μια στιγμή θέλησα να βγω έξω.
- Να  πας στο διάλειμμα, μου είπε ο καθηγητής. Αμή τώρα; Τι να ΄κανα  ; σάμπως ήταν στο χέρι μου να περιμένω;  Αποφάσισα λοιπόν να βγω κρυφά και τα κατάφερα. Σα μ΄ ανακάλυψε ο δάσκαλος μ΄ έβαλε  στη φυλάκα, δηλαδή στο ισόγειο του σχολείου κάτ΄ απ΄ την τάξη.
Η φυλάκα αυτή στην μια μεριά της είχε σίδερα που τη χώριζαν απ΄ την αυλή του σχολείου  των κοριτσιών που΄ ταν δίπλα μας. Τα κορίτσια στο διάλειμμα τριγυρίζανε ΄ κει κοντά σε μας και μόλις πλησιάζανε τα σίδερα, εμείς οι φυλακισμένοι απλώναμε τα χέρια μας  και τις αρπάζαμε απ΄ τις πλεξούδες. «Αααα!!» βάζανε μια στριγκλιά  ‘ κείνες και φεύγανε μακριά. Κείνη τη μέρα εγώ είχα  δράσει σ΄ αυτά τα μαλλιοτραβήγματα. Όταν λοιπόν κάποτε στ΄ αυτιά μας – των φυλακισμένων- έφτασ΄ η  φήμη ότι ο δάσκαλος ερχ’όταν κάτω, μια και δυο, σα μικροφτιαγμένος  που  ‘ μουνα , βγαίνω απ΄ τα σίδερα και τρέχω να κρυφτώ  πού  νομίζετε; Στο αποχωρητήριο.
Πάει ο δάσκαλος στη φυλάκα και βλέπει πως λείπω.
- Πού είναι ο Βάρναλης ; ρωτά.
Οι άλλοι του είπανε πού ήμουνα κι αυτός με περίμενε να βγω. Μα πού να ξετρυπώσω ΄ γω! Καμιά φορά όμως είπα να δώσω τέλος στην υπόθεση και τ΄ αποφάσισα.
- Βρε, μου λέει ο δάσκαλος, πώς μπόρεσες  και βγήκες;
- Από δω, του ΄πα, δείχνοντας τα σιδερένια κάγκελα.
- Μπα! Έκαμ’  εκείνος , και  χώρεσες ; Για μπες πάλι  να σε δω.
Κι ανύποπτος εγώ, ενώ συλλογιζόμουν πως τη γλύτωσα, έχωσα το κεφάλι μου απ΄ τα κάγκελα κι ετοιμαζόμουν να βάλω και το σώμα μου. Μ΄ αρπάζει τότε ο καλός μου ο δάσκαλος και μου τινάζει ένα ξύλο! Μα τι ξύλο!
Ως και τώρα άμα το θυμάμαι καμιά φορά – καληώρα σαν και τώρα- αισθάνομαι στο κορμί μου πόνους!                                             Κώστας  Βάρναλης (1883-1974)

Πόσο αργά μαθαίνει κανείς
Δεν καπνίζω. Άλλοτε όμως,  κάπνιζα πολύ. Έμαθα τον καπνό απ΄ τους συμμαθητές  μου στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου της Άμφισσας. Καπνίζαμε όλοι μαζί στα διαλείμματα πίσω από  μια μάνδρα. Το κάπνισμα δεν μ΄ ευχαριστούσε καθόλου , αλλά κάπνιζα έτσι για να καπνίζω, για να μη με λένε καθυστερημένο. Τέλος, μια μέρα ενέσκηψε στο υπαίθριο καπνιστήριό μας ο μακαρίτης  γυμνασιάρχης μας Κουβελάς , που συνοδευότανε από το γιατρό της Άμφισσας, Καραθάνο. Εκοκκαλιάσαμε. Τα τσιγάρα έπεφταν κάτω το ένα μετά το άλλο. Ο Κουβελάς στάθηκε , μας κοίταξε και κούνησε το κεφάλι.  Αυτό έλεγε πολλά. Μας έπιασε περισσότερο ντροπή παρά φόβος. Το κύριο όμως πρόσωπο του δράματος έγινε ο υποφαινόμενος. Επειδή ήμουν ο μικρότερος  απ΄ όλους  - δέκα χρονώ- ο γιατρός με πλησίασε απότομα και μου φώναξε θυμωμένος μπροστά σ΄όλους :
- Μα και συ; Καπνός σου χρειάζεται και σένα;
Πραγματικά ο γιατρός είχε δίκηο. Αυτό όμως το απλούστατο πράγμα, το κατάλαβα μόλις στα 1916 , επειδή μόνον στο σωτήριο αυτό έτος τον έκοψα. Βλέπετε ότι  τόσο αργά μαθαίνει κανείς.                                      Ζαχαρίας  Παπαντωνίου   (1877-1940)

«Η σχολική εκδρομή»
Μες τη βαριά ανία της τάξης
όταν φέρναν δάκρυα τ’ ανούσια δευτερόλεπτα
μόνο η ιδέα της εκδρομής άνοιγε την καρδιά μου ·           
τα πούλμαν σαν τα έβλεπα έξω απ’ την πόρτα της αυλής
κι όπου να’ ναι, σαν να’ χανε φτερά
θα’ παιρναν το δρόμο του βουνού ή της θάλασσας.
Ένα σύννεφο-όνειρο τύλιγε τη μακρινή ημερομηνία
που έλαμπε όλο και πιο κοντά περνώντας οι εβδομάδες.
Και ,αχ, η ανυπομονησία αποβραδίς, το καλαθάκι με τα σάντουιτς,
το  καινούργιο παντελόνι κι η βελονιά της τελευταίας στιγμής….
Και μετά η επιστροφή σαν θάνατος,
όπως η λίγη νύχτα μπερδεύει τα τελευταία δέντρα της εξοχής
με τα πρώτα σπίτια της πόλης και μερικοί έχουν πια αποκοιμηθεί,
ενώ άλλοι σε υπερένταση τραγουδούν ακόμη.
Μαθαίνω ν’ αντιστρέφω  το κλάσμα της πρωινής χαράς
με το δάχτυλο στο κουδούνι του σπιτιού.
Τέλειωσε, λέω· η μέρα αυτή,
που στον ορίζοντα του μέλλοντος γυάλιζε κάποτε,
πλησίασε, μεγάλωσε, ήρθε, τελείωσε.
Έτσι θα΄ ναι και με τη ζωή ….
Πώς πέρασες; Τι έγινε, πού είναι το πετσετάκι;
Το ‘ χασες ; Η μάνα μου ρωτάει  . Αυτό ήταν … πάει.   
                                                                   Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ  (1939- )

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Το βιβλίο της ολικής άγνοιας

Αν εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι ο Άτλας κουβαλούσε στους ώμους του τη Γη, ότι ο Νέρωνας έπαιζε τη λύρα του όταν καιγόταν η Ρώμη, ότι ο Ερρίκος Η΄ είχε έξι συζύγους, ότι η σαμπάνια εφευρέθηκε από τους Γάλλους, ότι το Έβερεστ είναι το υψηλότερο βουνό στον κόσμο, ότι οι καμήλες αποθηκεύουν νερό στις καμπούρες τους και ότι ο άνθρωπος έχει πέντε αισθήσεις, τότε πραγματικά χρειάζεστε αυτό το βιβλίο. "Επειγόντως". Ο Τόμας Έντισον δήλωσε ότι δεν ξέρουμε ούτε το ένα εκατομμυριοστό του 1% του οτιδήποτε· ο Μάρκ Τουέιν πίστευε ότι απαιτούνται 8 εκατομμύρια χρόνια για να αποκτήσει κανείς άρτια γνώση μόνο των μαθηματικών· ο Γούντυ Άλλεν είπε ότι κάποιοι πίνουν αχόρταγα από το ποτάμι της γνώσης, ενώ άλλοι κάνουν απλώς γαργάρες. Το "Βιβλίο της ολικής άγνοιας" ρίχνει άπλετο φως σε μια ερώτηση που έχει απασχολήσει φιλοσόφους, επιστήμονες, συγγραφείς, πολιτικούς και κάθε νοήμονα άνθρωπο μεγαλύτερο ενός βρέφους σε όλη τη διαδρομή της Ιστορίας: "τι είναι αλήθεια και τι είναι παραμύθια;" Ένας εκτενής, απολαυστικός και πάνω απ' όλα αποκαλυπτικός κατάλογος των παρανοήσεων, των σφαλμάτων και των μύθων σε όλο το πεδίο της "κατακτημένης γνώσης", που θα σας κάνουν να αναρωτηθείτε για ποιο λόγο μπαίνει κανείς στον κόπο να πάει σχολείο.