Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

"Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ΄ έναν γλάρο να πετάει"



«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ΄ ένα γλάρο να πετάει» είναι ένα βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα, που μας διδάσκει ότι όλα τα πλάσματα μπορούν ν΄ αγαπηθούν μεταξύ τους είτε ζουν στη στεριά είτε στη θάλασσα. Μας ενημερώνει για τις δυσάρεστες επιπτώσεις που δημιουργούνται από τη μόλυνση των θαλασσών λόγω διαρροής πετρελαίου. Κάποιες στιγμές γίνεται λυπητερό , αλλά άλλες αστείο. Είναι ένα υπέροχο βιβλίο , που προτείνω σε όλους να το διαβάσουν.
Κωνσταντίνος Αλεξούδης, Α1






Η ιστορία της Κενγκά …
Ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου ( στο πρώτο μέρος του) είναι ο θηλυκός γλάρος Κενγκά. Αυτή είχε πέσει σε ένα πελώριο μαύρο κύμα , δηλαδή σε μια πετρελαιοκηλίδα. Με πολλές προσπάθειες μπόρεσε να πετάξει και έφτασε στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Μετά από εκεί όμως τι απέγινε; Επέζησε ή πέθανε; … Ο συγγραφέας δίνει ένα λυπητερό τέλος στην ιστορία αυτή , γιατί βάζει τη Κενγκά να πεθαίνει στο μπαλκόνι ενός γάτου, του Ζορμπά.
Εμείς όμως είχαμε άλλη άποψη και θελήσαμε να δώσουμε μια αισιόδοξη εξέλιξη σ΄ αυτή την ιστορία. Διαβάστε , λοιπόν, τις δικές μας εκδοχές …..

«… Τις φτερούγες της πλέον δεν μπορούσε να τις κουνήσει. Με λίγη προσπάθεια κατάφερε να προσγειωθεί στην αυλή ενός πανέμορφου σπιτιού. Το σπίτι έμοιαζε με βασιλικό παλάτι. Η Κενγκά πίστευε και είχε ελπίδες για βοήθεια. Έκραξε τρεις φορές με όλες τις δυνάμεις της . Ζητούσε βοήθεια.
Πέρασαν γρήγορα όμως οι ώρες και η Κενγκά άρχισε να απελπίζεται.
Ήταν πέντε το απόγευμα , όταν έξω από το σπίτι δυο μικρά παιδιά έπαιζαν. Η Κενγκά σηκώθηκε στα πόδια της και προσπάθησε να τα φτάσει. Τα παιδιά για καλή της τύχη την είδαν. Επειδή ήταν περίεργα για το τι ζώο ήταν η Κενγκά , φώναξαν τη μητέρα τους, που αγαπούσε τα ζώα και την πήρε στο σπίτι της , για να την περιποιηθεί. Την έπλυνε , την πήγε στον κτηνίατρο και την φρόντισε όσο έπρεπε.
Η Κενγκά πέρασε περίπου ένα χρόνο μαζί με αυτή την οικογένεια. Μετά από τόση φροντίδα ήταν πια έτοιμη να πετάξει πάλι. Ήταν η ίδια εποχή με τότε που είχε πάθει το ατύχημα , όταν είδε έξω από το σπίτι να πετάει ένα σμήνος πουλιά. Περνούσε όμορφα με αυτή την οικογένεια , αλλά έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της σαν τα άλλα πουλιά.
Η Κενγκά βρήκε ξανά τον παλιό της εαυτό και αυτό το όφειλε σε εκείνη την οικογένεια.»
Γαβριηλίδου Πανδώρα, Α1
«… Όταν η Κενγκά έφτασε στο καμπαναριό, μπήκε μέσα και με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, χτύπησε δυνατά την καμπάνα. Τότε μαζεύτηκε γύρω της πολύς κόσμος. Την είδε κι ένας μοναχός και την πήρε μαζί του. Της έβγαλε το πετρέλαιο από τα φτερά , την τάισε και τη φρόντισε σα να ήταν παιδί του. Όταν έγινε καλά η Κενγκά , ήρθε η ώρα πια να φύγει από κοντά του· αποχαιρέτησε το μοναχό , που της έσωσε τη ζωή, και έφυγε · όμως τον επισκεπτόταν συχνά και έγιναν δύο πολύ καλοί φίλοι.»
Μάγγου Γιώτα, Α2

«… Όταν ο γλάρος έπεσε στην πετρελαιοκηλίδα, προσπάθησε μετά να πετάξει , αλλά δεν μπορούσε, γιατί τα φτερά του είχαν γεμίσει πετρέλαιο. Για καλή του τύχη όμως εκεί κοντά ήταν κάποιοι ψαράδες. Είδαν τον γλάρο, τον λυπήθηκαν και τον περιμάζεψαν. Μετά από λίγες μέρες , αφού τον φρόντισαν και έγινε καλά, τον άφησαν ελεύθερο να πετάξει.»
Κλαρνέτα Χριστίνα, Α1

Αφού τα φτερά της Κενγκά ήταν αδύναμα προσγειώθηκε σε ένα μπαλκόνι. Εκεί έξω στο μπαλκόνι μια κυρία έβαφε τα νύχια της. Όταν έπεσε η Κενγκά, η κυρία ήταν πολύ καλή μαζί της. Της έπλυνε τα φτερά που ήταν βρόμικα και της τα έδεσε με ένα πολύχρωμο φουλάρι. Την κράτησε μαζί της μέχρι να γίνει καλά και μετά την πήρε μαζί της στις διακοπές. Όταν τελείωσαν οι διακοπές , η κυρία πήρε ένα μεγαλύτερο σπίτι με κήπο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς …. καλύτερα.
Γκώστια Δάφνη, Α1

Όταν η Κενγκά σταμάτησε στο καμπαναριό, την είδε ένας κύριοςκαι πήγε να τη βοηθήσει. Αφού της καθάρισε τα φτερά από το πετρέλαιο, της έδωσε φαγητό και έτσι η Κενγκά έγινε καλά. Αφού έμεινε εκεί για αρκετό καιρό, πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω στην παρέα της. Έτσι μια μέρα με ήλιο ξεκίνησε και έφτασε στο λιμάνι, απ΄ όπου το πλοίο έφευγε. Πήγε εκεί τότε και αυτή και άρχισε να φωνάζει , για να βρει την παρέα της. Οι φίλες της χαρούμενες πήγαν γρήγορα κοντά της και άρχισαν να παίζουν .
Ξυδοπούλου Γεωργία, Α2

Η Κενγκά ανήμπορη να κουνήσει της φτερούγες της άρχισε να πέφτει με το φόβο πως από την πτώση αυτή θα πέθαινε. Έκλεισε τα μάτια της και τρομαγμένη πως θα πέσει στον αιώνιο ύπνο, προσγειώθηκε πάνω σε κάτι μαλακό. Ήταν ένα πανάκριβο μεταξοπουπουλένιο καπέλο μιας ακριβοπληρωμένης κυρίας, που πήγε στο εκκλησάκι του Αγίου Μιχαήλ με την οικογένειά της για τη λειτουργία. Το σοκ της κυρίας ήταν μεγάλο. Ο άνδρας και τα παιδιά της όμως ήταν πολύ ψύχραιμοι σε σχέση με αυτή. Ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω από την κυρία που ούρλιαζε τρομαγμένη. Ένας γέρος πήρε το πουλί από το καπέλο της και εξήγησε σε όλους πως αυτά είναι τα αποτελέσματα της παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση. Οι συγχωριανοί του λυπήθηκαν την Κενγκά και αποφάσισαν να τη βοηθήσουν. Στο μεταξύ η κυρία συνήλθε και είπε πως είναι πρόθυμη να δώσει όσα λεφτά χρειαστούν για να γίνει καλά η Κενγκά. Έτσι κι έγινε · πήραν την λιπόθυμη Κενγκά και την πήγαν στο μεγάλο σπίτι τους. Εκεί φώναξαν έναν κτηνίατρο , για να την καθαρίσει και να την φροντίσει σωστά. Μετά από λίγους μήνες , αφού ανάρρωσε, την άφησαν ελεύθερη να βρει τα άλλα πουλιά και κάθε εποχή σχεδόν επισκεπτόταν την οικογένεια και το χωριό που την βοήθησε.
Κοντογιάννη Μαρία- Αποστολία, Α1

"Υπάρχω" του Κέβιν Μπρουκς


Ο Κέβιν Μπρούκς , συγγραφέας αρκετών καλών μυθιστορημάτων με εξαιρετικές κριτικές, μας μιλάει στο βιβλίο του «Υπάρχω» για ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, τον Ρόμπερτ Σμιθ, που είναι στο νοσοκομείο για μια απλή εξέταση ρουτίνας. Όμως όταν οι γιατροί τον αναισθητοποιούν και βλέπουν ότι δεν είναι άνθρωπος, αλλά ένα άλλο διαφορετικό από εμάς πλάσμα, προσπαθούν να τον εγχειρίσουν για να δουν τι ακριβώς είναι. Αλλά αυτός με κάποιο περίεργο τρόπο ακούει τη συζήτηση, αρχίζει να κουνιέται απ΄ το κρεβάτι και τελικά ξεφεύγει. Τώρα πια χωρίς κανέναν στο πλάι του πάει να κρυφτεί. Θα συναντήσει μια κοπέλα την Έντι Ρέυ που προσπαθεί να τον βοηθήσει να μάθει ποιος είναι.
Θα καταφέρει τελικά να μάθει τι ακριβώς είναι;

Κακαλής Γιώργος, Α1

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

"Ο γέρος και η θάλασσα" του Έρνεστ Χέμινγουεϊ


Ήταν ένας γέρος ψαράς , που είχε να πιάσει ψάρι ογδόντα τέσσερις ημέρες. Στην αρχή τον βοηθούσε ένα παιδί, όμως μετά από λίγο καιρό οι γονείς του το βάλανε σε άλλη βάρκα, όπου οι ψαράδες έπιαναν πολλά ψάρια. Ο γέρος ήταν πολύ πεισματάρης και ήθελε να πιάσει ένα μεγάλο ψάρι. Έτσι ένα πρωινό έφυγε με τη βάρκα του και πήγε αρκετά μακριά. Στην αρχή έπιασε ένα μικρό ψάρι, που το έβαλε για δόλωμα για να πιάσει ένα μεγαλύτερο. Πραγματικά ένα μεγάλο ψάρι πιάστηκε στο αγκίστρι του, αλλά επειδή ήταν βαθιά μέσα στο νερό, ο γεροψαράς δεν ήξερε τι είδους ψάρι ήταν, ώσπου την τρίτη μέρα βγήκε στην επιφάνεια. Ήταν ένας ξιφίας και ο γέρος κατάφερε να τον σκοτώσει. Εξαντλημένος πια αλλά πολύ χαρούμενος ξεκίνησε το ταξίδι του γυρισμού. Αλλά οι δυσκολίες δεν είχα σταματήσει, αφού στο δρόμου συνάντησε καρχαρίες που έφαγαν τον ξιφία κι άφησαν μόνο το κεφάλι και τη ραχοκοκαλιά του. Κι ενώ ο γέρος γύρισε στο σπίτι στεναχωρημένος και πολύ κουρασμένος , οι ψαράδες μετρούσαν τη ραχοκοκαλιά του ψαριού κι έλεγαν ότι τόσο μεγάλο ψάρι δεν είχε πιάσει κανένας μέχρι τότε!

Μετάφραση του Νίκου Κάσδαγλη
Εκδόσεις :Στιγμή

Σταύρος Βεργής

Διονύσιος Σολωμός, ο ρομαντικός ποιητής της επανάστασης