Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Τριαντάφυλλος Πίττας , από την Επανάσταση στη Φαντασία - ένας διανοούμενος από το Σουφλί



Γεννήθηκε στο Σουφλί το 1912. Το 1938 γράφει και δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική σε εφημερίδες της Θράκης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής παίρνει μέρος στην Αντίσταση και φυλακίζεται. Από το 1950 δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική και δοκίμια στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης.
Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Διαγώνιος». Στο χώρο του διηγήματος εμφανίστηκε πρώτη φορά με τη συλλογή διηγημάτων «Τα τέρατα θα έρθουν». Πέθανε το 1999.
Έργα του : α) ποιητικές συλλογές «ποιήματα» 1962, «Γυμναστική» 1973,
 β) συλλογές διηγημάτων «Τα τέρατα θα έρθουν» 1969,
«Μαγεία στο Λόφο των Μουσών» 1979,
«Το κίνημα των γυμνών» 1980,
 «Η μετακόμιση» 1977 (νουβέλα).
Επιλογή από τα κείμενά του εκδόθηκαν σε έναν τόμο από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας το 1990 με τίτλο «Φαντασία».
Μέρος της βιβλιοθήκης του βρίσκεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Σουφλίου σε ειδική πτέρυγα που φέρει το όνομά του.

Ο Τριαντάφυλλος Πίττας στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Από την Επανάσταση στη Φαντασία» ανιχνεύει τις πηγές της λογοτεχνικής του ταυτότητας : "Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά χρόνια μου μέσα σ’ ένα σπίτι πατριαρχικό. Η οικογένεια του πατέρα μου συζούσε με την οικογένεια του παππού μου. η μάνα μου, ξενόφερτη, έμοιαζε μετέωρη και δίχως επιρροή. Τη διαμόρφωσή μου τη χρωστώ περισσότερο στη γιαγιά μου …, [η οποία] συχνά μιλούσε για τον προπάππο μου, τον Παναγιώτη Επιτρόπου, δάσκαλο στο Σουφλί στις δεκαετίες του 1850 και 1860. Ο πεζογράφος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους προσανατολισμούς μου στα εφηβικά χρόνια είταν ο Δημήτρης Γληνός. Πολύ νωρίς είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για τους αγώνες των δημοτικιστών στην εκπαίδευση. Από 12 χρονών ακόμη, μαθητής της έκτης δημοτικού, είχα εγγραφεί συνδρομητής στο περιοδικό «Παιδική Χαρά» , που οι συνεργάτες του ( Φιλήντας κ.α) μετάγγιζαν στα μυαλά μας τον ψυχαρικό τους φανατισμό. Αλλά ύστερα από δύο χρόνια , στο γυμνάσιο πια, ένιωσα ξαφνικά μεγάλος και γράφτηκα στην «Αναγέννηση» του Γληνού. .. Από δημοτικιστής έγινα αγωνιστής μπαίνοντας στις νεολαιίστικες οργανώσεις της εργατικής τάξης  από τα δεκαεπτά μου χρόνια. Αγωνίστηκα στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Βόλο, στη Θεσσαλονίκη, στο Σουφλί, στο Διδυμότειχο, στην Αλεξανδρούπολη, στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Θάσο, στη Χαλκιδική και σε πολυάριθμα χωριά.  Στα 1937-38 , για ενάμιση χρόνο, έζησα στο Σουφλί , στο πατρικό σπίτι ( ύστερα από αναβολή της στρατιωτική θητείας μου ), έχοντας ένα σπουδαίο πλεονέκτημα για πνευματική δουλειά :ελεύθερο το χρόνο μου. Φρόντισα και δανείστηκα από ιδιωτικές βιβλιοθήκες πρώτ’ απ’ όλα βιβλία του Παλαμά. Κατά τη θητεία μου στο πεζικό στην Κομοτηνή (1938) .. σε μια τοπική εφημερίδα άρχισα να δίνω κείμενα, κι ανάμεσα σ’ αυτά, δημοσίευσα κριτική για ένα βιβλίο ντόπιου διανοούμενου , του Γεώργιου Ποάλα. Ο άνθρωπος αυτός με κάλεσε σπίτι του, μου φέρθηκε με ευγένεια, μου δάνεισε και διάβασα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα φυλλάδιο με ποιήματα του Καβάφη. Λίγα χρόνια αργότερα , θαρρώ στο χειμώνα του ΄40-΄41 , θα ζούσα την ίδια συγκίνηση στη Θεσσαλονίκη , μέσα στο φαρμακείο Πεντζίκη, όπου ο φίλος μου ( Ν.Γ. Πεντζίκης ) μου έδωσε να διαβάσω τα «Άπαντα» του ποιητή. Άλλοι λογοτέχνες που με γοήτευσαν είταν ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης . Παράλληλα με τα έργα των δικών μας πεζογράφων και ποιητών –κι όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες διωγμών και φυλακίσεων, μέσα στις οποίες κύλησαν οι δύο δεκαετίες της νεότητάς μου-προσέγγισα  το Ντοστογιέφσκι, το Χάμψουν , τον Πόε, το Λώρενς. Μια άλλη πηγή για τον λογοτεχνικό και πνευματικό μου σχηματισμό στάθηκε η γνωριμία μου με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και των μαθητών του , καθώς και ο υπερρεαλισμός."

Σχολιάζοντας  στο ίδιο κείμενο το διήγημά του «Τα τέρατα θα έρθουν» αναφέρει: Μέσα σε κάθε κοινωνική τάξη συνυπάρχει η δημιουργικότητα και η καταστροφικότητα, η επανάσταση και η αντεπανάσταση και, συνεπώς, η ανανέωση της κοινωνίας δε θα συντελεστεί παρά με το συντονισμό του δημιουργικού δυναμισμού που διαχέεται στις κοινωνικές τάξεις. .. Στο συγκεκριμένο διήγημα οι αυτοκαταστροφικές δυνάμεις της κοινωνίας υποβάλλονται μ’ έναν πολλαπλό συμβολισμό. Ο υπαινισσόμενος φαλλός  ( η επιθετική ενέργεια που υποκρύπτει η ανδρική σεξουαλικότητα σε σχέση προς τη γυναικεία μέσα σε συνθήκες ανδροκρατικών σχηματισμών) μεταμορφώνεται σε τέρατα του μεσοζωικού αιώνα ( δεινόσαυροι, ιχθυόσαυροι) , κι αυτά σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Το σύμβολο εδώ ενιαίο αλλά τρίμορφο στην εξελικτική του πορεία, υποβάλλει την κυρίαρχη ουσία της σύγχρονης εσωτερικότητας, είναι ένας ποιητικός αντικατοπτρισμός  του κακού που αναδύεται σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τρ. Πίττα :  «Τα ποιήματα «των Ισχνών Αγελάδων» γράφτηκαν και εκδόθηκαν το 1950. Τα έγραψα το πρώτο εξάμηνο εκείνου του έτους και τα εξέδωσα το δεύτερο. Πρωτοφανές. Ο Τριαντάφυλλος Πίττας, που ήταν για μένα ένα είδος πνευματικού μέντορα, και η Ζωή Καρέλλη επέμεναν να τα τυπώσω πάραυτα και να μην τα πειράξω. Γιατί εγώ έλεγα να τα διορθώσω και να τα αλλάξω. Και τους άκουσα και με τη βοήθεια του Κιτσόπουλου πήγαμε σ' έναν τυπογράφο και τα τυπώσαμε.» ( από συνέντευξη του Ντ. Χριστιανόπουλου στο Γιώργο Χρονά , περιοδικό Lifo ,2007)
Ο Κάρολος Τσιζεκ στη “ λιμνοθάλασσα της Γεωργικής σχολής” αναφέρει  : [από το αντίσκηνο που είχε στήσει στη λιμνοθάλασσα] «..πέρασε επίσης κι έμεινε για λίγες μέρες μαζί μου ο Τριαντάφυλλος Πίττας, που σκιαγραφείται απ’ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο διήγημα «Ο κ. Γαρύφαλλος» ·  ιδιάζουσα προσωπικότητα προοδευτικού διανοούμενου, με σπάνια χαρίσματα, ευφράδεια και κριτικό μυαλό, αλλά και σοβαρά ελαττώματα , από τα οποία το χειρότερο ήταν οι αδίστακτες μεταστροφές της συμπεριφοράς του, που οφείλονταν στη νευρωτική ιδιοσυγκρασία του.  Πιο οδυνηρά απ’ όλους τις ένιωσε ο Κίμων Φράιερ. Ο Πίττας μπορούσε , αν αποφάσιζε να δουλέψει, να γίνει ένας καλός κριτικός λογοτεχνίας. Θέλησε όμως να γίνει συγγραφέας και απέτυχε. Χάρις στο γάμο μου με την ξαδέλφη του Κορίννα θα γινόμουν αργότερα και εξ αγχιστείας συγγενής του.»