Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

"Ο Μπουντουτσκανάκος" από την Χριστίνα Γκούντλη


Ήταν μια οικογένεια που είχε τρία αγόρια, τον Γιαννάκη, τον Κωστάκη και τον Μπουντουτσκανάκο. Ο πατέρας τους κουβαλούσε ξύλα από το δάσος και τα πουλούσε για να επιβιώσει η οικογένεια. Κάποια μέρα, όμως, αρρώστησε. Τα παιδιά του, βλέποντας τον πατέρα τους ότι δεν μπορούσε να δουλέψει, αποφάσισαν να πάνε στο δάσος να κόψουν ξύλα και να τα πουλήσουν. Στον δρόμο ρωτάνε τα αδερφάκια τον Μπουντουτσκανάκο:
-Πώς θα γυρίσουμε; Δεν θα χαθούμε;
-Θα ρίχνουμε πετραδάκια και στον γυρισμό θα τα δούμε και θα επιστρέψουμε σπίτι. Τους απάντησε.
Περπατούσαν, περπατούσαν και άρχισε να νυχτώνει. Αφού βρήκαν λίγα ξύλα και κόψανε, κουραστήκανε. Άρχισαν, όμως, να φωνάζουν τα τσακάλια και οι λύκοι και φοβηθήκανε. Λέει τότε ο Μπουντουτσκανάκος:
-Μην φοβάστε! Βλέπετε απέναντί σας ένα φως; Θα τρέξουμε, θα δούμε ποιος μένει μέσα και θα καθίσουμε.
Τρέχουν γρήγορα, φτάνουν στο σπιτάκι, χτυπάνε την πόρτα, τους ανοίγει μια αρκούδα και τους λέει:
-Οοοο, καλώς τα παιδάκια, στον ουρανό σας γύρευα, στην γη σας βρήκα. Ελάτε μέσα.
Πήγαν μέσα, λοιπόν, και βλέπουν τον αρκούδο που καθόταν μπροστά στο τζάκι.
-Πώς βρεθήκατε στο δάσος; τους ρωτάει η αρκούδα.
Τα παιδιά είπανε για την αρρώστια του πατέρα τους και πως ήρθαν να κόψουν ξύλα κρυφά από τους γονείς τους. Τότε τους λέει η αρκούδα:
-Θα βράσω τραχανά να φάτε, θα κοιμηθείτε και αύριο θα κόψετε ξύλα.
Εντωμεταξύ η μαμά τους, όταν νύχτωσε, είδε ότι δεν γύρισαν τα παιδιά της, άρχισε να τα ψάχνει με όλους τους χωριανούς, αλλά δεν βρήκαν κάτι. Η μαμά έμεινε ξάγρυπνη όλη την νύχτα να τους περιμένει. Τα παιδιά στην καλύβα της αρκούδας, πήγαν να κοιμηθούν στα κρεβατάκια τους. Ο Μπουντουτσκανάκος που ήταν ο πιο έξυπνος, δεν κοιμήθηκε, αλλά άκουγε τι έλεγε η αρκούδα με τον αρκούδο.
-Να φάμε τώρα τα παιδάκια που είναι ωραίος μεζές; είπε ο αρκούδος.
-Όχι, όχι! Είναι μικρά ακόμη. Να μεγαλώσουνε λίγο και μετά τα τρώμε. Ας κοιμηθούμε τώρα . είπε η αρκούδα.
Κοιμήθηκαν και άρχισαν να ροχαλίζουν. Ο Μπουντουτσκανάκος όταν κατάλαβε ότι οι αρκούδες ήταν στον βαθύ τον ύπνο, ξύπνησε τα αδερφάκια του.
-Γιατί μας ξυπνάς; τον ρωτάνε τρομαγμένα.
-Άκουσα την αρκούδα να λέει ότι θέλουν να μας φάνε. Πρέπει να φύγουμε. Ντυθείτε γρήγορα. Τους είπε ο Μπουντουτσκανάκος.
Ντύνονται, ανοίγουν το παράθυρο και εξαφανίζονται μέσα στο σκοτάδι. Ξαφνικά ο Μπουντουτσκανάκος σταματάει.
-Γιατί αδερφούλη σταμάτησες; τον ρωτήσαν τα μικρά.
-Ξέχασα το καπέλο μου στο σπίτι της αρκούδας και πρέπει να πάω να το πάρω.
-Όχι! Είπαν τα μικρά.
-Εγώ θα πάω, εσείς θα γυρίσετε στο σπίτι. Από το φως το φεγγαριού θα βλέπετε τα πετραδάκια που ρίξαμε και έτσι θα φτάσετε σπίτι. Επέμενε ο Μπουντουτσκανάκος.   
Τα δυο αδερφάκια έφυγαν για το σπίτι και ο Μπουντουτσκανάκος επέστρεψε στην καλύβα. Ανοίγει το παράθυρο και μπαίνει μέσα. Βλέπει ένα σεντουκάκι. Σκέφτεται “ τι να έχει μέσα ;”.   Το ανοίγει και βλέπει καρύδια, που ήταν τα αγαπημένα του. Είχε πάντα μαζί του ένα σουγιαδάκι. Μπαίνει μέσα, στο σεντουκάκι, το κλείνει και αρχίζει να ανοίγει τα καρύδια για να τα φάει. Ο θόρυβος που έκανε ξύπνησε την αρκούδα. Σηκώνεται δεν βλέπει κάτι. Ξανακούει τον θόρυβο και λέει :
-Άχ ποντικάκι, πού βρίσκεσαι; Θα σε βρω και θα σε φάω. Μου φαίνεται από το σεντουκάκι ακούγεται.
Το ανοίγει. Τί να δει! Τον Μπουντουτσκανάκο να τρώει τα καρύδια της.
-Τώρα θα σε φάω ζωντανό, εσένα και τα αδερφάκια σου.
Πηγαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τα κρεβατάκια άδεια.
-Πού πήγαν τα αδερφάκια σου ; τον ρώτησε .
-Πήγαν στο σπίτι στην μαμά μου. Της απάντησε.
-Ε ! Τότε θα φάω εσένα. Είπε εκείνη.
-Μην με φας  Κα αρκούδα, είμαι πολύ αδύνατος. Τάισέ με πολύ για να παχύνω.
-Τί φαγητά θέλεις;
-Κεφτεδάκια, κοτόπουλο, μπριζόλες, αβγουλάκια.  
-Εντάξει! Του είπε η αρκούδα.
Αφού πέρασε η εβδομάδα, η αρκούδα σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να τον φάει.
-Έχω μια επιθυμία. Η μαμά μου όταν έτρωγα καλά, μου έφερνε νερό από το ποτάμι με κόσκινο.
-Εντάξει, αλλά για να μην φύγεις θα σε δέσω σε ένα σακί και θα πάω να σου φέρω το νερό.
Έβαλε το σακί με τον Μπουντουτσκανάκο στον στάβλο, παρέα με το μοσχαράκι και έφυγε για το ποτάμι να του φέρει νερό με το κόσκινο. Γέμιζε το κόσκινο, έτρεχε το νερό από τις τρύπες, το ξαναγέμιζε πάλι το ίδιο. Θυμωμένη η αρκούδα γύρισε πίσω να φάει τον Μπουντουτσκανάκο. Αυτές τις ώρες , που η αρκούδα έλειπε στο ποτάμι, ο μικρούλης βγάζει το σουγιαδάκι, κόβει το σχοινί και βγαίνει από το σακί. Παίρνει το μοσχαράκι, το βάζει μέσα και δένει το σακί. Φεύγει, παίρνει το καπέλο του που το είχε ξεχάσει, και τρέχει για το σπίτι του. Φτάνει η αρκούδα στο στάβλο και λέει:
-Νερό δεν σου έφερα, αλλά τώρα θα σε βράσω και θα σε φάω. Παίρνει το καζάνι, το γεμίζει νερό, το βάζει στην φωτιά και το νερό άρχιζε να βράζει. Παίρνει, το σακί, το ρίχνει στο νερό και λέει:
-Τώρα μικρούλη θα βράσεις στο νερό και θα σε φάω.
Το μοσχαράκι που ήταν μέσα άρχισε να φωνάζει από τον πόνο “  μουυ, μουυ”.
-Από τον πόνο φωνάζεις σαν το μοσχαράκι μου, μικρούλη.
Αφού έβρασε καλά, βγάζει το σακί από το καζάνι, παίρνει ένα ξύλο και άρχισε να το χτυπάει για να μαλακώσει το κρέας. Ανοίγει το σακί, τί να δει! Το μοσχαράκι της και όχι τον Μπουντουτσκανάκο.
-Αχ, με ξεγέλασες! Αν σε είχα μπροστά μου θα σε έτρωγα ζωντανό. Είπε θυμωμένη η αρκούδα.
Εντωμεταξύ, ο Μπουντουτσκανάκος έτρεχε στο δάσος να μην τον προλάβει η αρκούδα, ώσπου έφτασε στο σπίτι του. Ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα λαχανιασμένος. Μόλις τον είδαν οι γονείς του και τα αδερφάκια του κλαίγανε από την χαρά τους. Τον αγκαλιάζει η μαμά του και του λέει:
-Γιατί το έκανες αυτό αγόρι μου;
-Ήθελα να βοηθήσω την οικογένεια όπως ο μπαμπάς μου.
-Άκου παιδί μου, οι δουλειές είναι για τους μεγάλους. Εσείς πρέπει να πηγαίνετε σχολείο, να παίζετε με τους φίλους σας και όταν θέλετε να πάτε κάπου, να ζητάτε την άδεια τον γονιών σας.
Από τότε ο Μπουντουτσκανάκος δεν έκανε τίποτα χωρίς να το ξέρουν οι γονείς του.

Ηθικό δίδαγμα :  Αν και πέρασαν τόσα χρόνια, το παραμύθι αυτό, είναι τόσο παλιό αλλά και τόσο καινούργιο, γιατί μας διδάσκει ότι ποτέ δεν πρέπει να έχουμε μυστικά από τους γονείς μας. Να τους λέμε πάντα την αλήθεια, γιατί μόνο αυτοί μπορούν, να μας βοηθήσουν και να μας αποτρέψουν από
 κάθε επικίνδυνη πράξη και κίνησή μας.





(. Με αυτό το παραμύθι με μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά μου, για αυτό το θυμάμαι ακόμα. )



( καταγραφή , επιμέλεια :  Χριστίνα Γκούντλη , Α1 )