Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Η βόλτα του ελληνικού τραγουδιού στη φύση

Συχνά λέμε ότι το τραγούδι είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας, γιατί δείχνει την αισθητική, τις αντιλήψεις , αλλά και τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους της εποχής μας. Το ίδιο αποκαλυπτική εικόνα αποτελεί το τραγούδι και για τη σχέση μας με τη φύση και το περιβάλλον γενικότερα.
Το παλιό ( παραδοσιακό, λαϊκό και ελαφρό ) τραγούδι υμνούσε το φυσικό περιβάλλον , γιατί απλούστατα μέχρι τη δεκαετία του 1950 δεν ήταν ορατό κανένα οικολογικό πρόβλημα. Έτσι  το δημοτικό τραγούδι θαύμαζε τη φύση και την ταύτιζε με τη χαρά της ζωής, όπως στο παράδειγμα της «Ιτιάς». Αντίθετα, το λαϊκό τραγούδι, ως καθαρά αστικό δημιούργημα, αντιμετώπιζε τη φύση σαν μια ευκαιρία για απόδραση από τις δυσκολίες της ζωής( Πάμε τσάρκα …) . Τέλος, το ελαφρό τραγούδι, από την καντάδα ως τις δημιουργίες του ΄60 , αντιμετώπιζε με πολύ ρομαντισμό την ύπαιθρο , ίσως γιατί με την αστικοποίηση άρχισαν τα πρώτα προβλήματα στις πόλεις ( χωριό μου, χωριουδάκι μου ..)
Έπρεπε να περάσουν δέκα και περισσότερα χρόνια για να αρχίσουν να πυκνώνουν οι περιβαλλοντικές αναφορές στο τραγούδι μας. Η έκρηξη της εσωτερικής μετανάστευσης, η τσιμεντοποίηση των πάντων, η άναρχη εκβιομηχάνιση, η ρύπανση των υδάτων και η μόλυνση της ατμόσφαιρας έκαναν τη ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα αβίωτη. Από την πρώτη στιγμή οι αντιδράσεις των ανθρώπων αποτυπώθηκαν και στο τραγούδι.
Ο Νίκος Γκάτσος ήταν ίσως ο πρώτος ποιητής /στιχουργός που είχε κριτική ματιά απέναντι στο περιβάλλον ( Ο εφιάλτης της Περσεφόνης, μουσική Μάνος Χατζιδάκις). Αλλά και ο νεότερός του Διονύσης Σαββόπουλος έκανε ( και κάνει) συχνά νύξεις και σαφείς αναφορές μέσα από τα τραγούδια του στην καταστροφή του περιβάλλοντος( «Πρωτομαγιά»).
Την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα όλο και περισσότεροι τραγουδοποιοί μιλούσαν μέσα από τα τραγούδια τους με θυμό και κριτική διάθεση για τα περιβαλλοντικά προβλήματα της Ελλάδας και του κόσμου. Ο Ορφέας Περίδης μάς τραγούδησε για τα καμένα δάση ( ο Ρομπέν των καμένων δασών) , αλλά το ίδιο θέμα ενέπνευσε και τον Μιχάλη Γκανά για ένα τραγούδι που μελοποίησε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας( στα καμένα).
Η Λένα Πλάτωνος έχει επίσης πει αρκετά για το οικολογικό πρόβλημα στο ποιητικά ηλεκτρονικό τραγούδι της (το παραμύθι).
Εκτός από όσους αναφέραμε και άλλοι τραγουδοποιοί έχουν στη θεματολογία τους τη φύση και τα προβλήματά της, π. χ. Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Παντελής Θαλασσινός, Σωκράτης Μάλαμας, Μανώλης Φάμελλος, Φίλιππος Πλιάτσικας κ.α.
Ωστόσο, όλοι αυτοί οι δημιουργοί και τα τραγούδια τους δεν ανήκουν στο κύριο ρεύμα (mainstream) του τραγουδιού. Είναι αυτονόητο. Αν τέτοια τραγούδια απασχολούσαν τα πλήθη, τότε η κοινωνία μας δεν θα είχε τόσο παθητική στάση απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Εξάλλου, σωστά το λέει το τραγούδι, αν θέλουμε κάτι ν΄ αλλάξει στο περιβάλλον, «εδώ είναι το ταξίδι»…
( Το άρθρο μας αυτό βασίστηκε στην εργασία του Βασίλη Αγγελικόπουλου  «το περιβάλλον στο ελληνικό τραγούδι», η οποία δημοσιεύτηκε στη βιβλιοθήκη της «Ελευθεροτυπίας»)

Μια διαφήμιση με οικολογικό μήνυμα

Αυτή την κοινωνική διαφήμιση με θέμα την οικολογική οδήγηση "έντυσαν" με εικόνες η Δημούτση Θωμαή, η Μπαΐρα Βαλάντω και η Κόκορη Μαρία. Τραγουδάει η Έλλη Κοκκίνου, η μουσική είναι του Δημήτρη Κοντόπουλου και οι στίχοι του Νίκου Γρίτση.

Τραγούδια με θέμα το περιβάλλον ...

Το θέμα της εργασίας μας ήταν να " εικονογραφήσουμε" τραγούδια με θέμα το περιβάλλον.
Για την παρακάτω εμπνευσμένη οπτικοποίηση ευθύνεται ο Γιάννης Τζουμάκας.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Αντουάν ντε Σαντ Εξυπερί , ένας αεροπόρος ποιητής ...

Ήταν ένας συγγραφέας αεροπόρος , που έμεινε για πάντα παιδί... ένας αεροπόρος που διάλεξε να ζήσει ποιητικά. Πατώντας εδώ μπορείτε να δείτε τη γραμμή της ενδιαφέρουσας ζωής του, που δεν ήταν ευθεία, αλλά είχε απρόσμενες στροφές και δύσκολα μονοπάτια.
 Όλη του η ζωή ενέπνευσε και συζητήθηκε πολύ, αλλά κυρίως το παραμύθι του "ο μικρός πρίγκιπας" , που έγινε ταινία , θεατρικό έργο και τραγούδι.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ένα λεύκωμα για την Άννα ....

Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη ζωή της Άννας Φρανκ και δημιουργήθηκε από  τη Σοφία Νάσογλου .

"Η κυρία Νίτσα" του Καραγάτση : μια διασκευή

(Το παρακάτω κείμενο είναι μια απόπειρα της ομάδας του ιστολογίου να διασκευάσουμε το διήγημα του Καραγάτση. Αφαιρέσαμε τα αυτοβιογραφικά στοιχεία , μετατρέψαμε  την πρωτοπρόσωπη  αφήγηση σε τριτοπρόσωπη και αλλάξαμε σε κάποια σημεία την πορεία της διήγησης)
Ο Γιάννης , φέρελπις εικοσάχρονος άνδρας με αξιόλογη μόρφωση και αισθητική καλλιέργεια, περιδιαβαίνει τους λασπωμένους δρόμους της  ιδιαίτερης πατρίδας του, μιας παρηκμασμένης πια κωμόπολης της εύφορης  Θεσσαλίας.
Στέκεται μπροστά στο πολυκαιρισμένο και ετοιμόρροπο κτίσμα , που κάποτε ήταν το σχολείο των παιδικών του χρόνων. Ήταν ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Θυμάται πως η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη. Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και
η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παπουτσάκια των παιδιών.
Τώρα το σχολείο είναι  ένα εγκαταλειμμένο κτίσμα με χορταριασμένο αυλόγυρο.  Οι λάσπες πάντα παρούσες δυσχεραίνουν το περπάτημα του νεαρού άνδρα, όπως οι θύμησες με δυσκολία εγκαταλείπουν  το υποσυνείδητο , για να  γίνουν ζωηρές και ευδιάκριτες εικόνες. Η σκέψη του πάει αυθόρμητα στην κυρία Νίτσα, την δασκάλα του της τρίτης δημοτικού και  πρώτη του αγάπη.  Σήμερα –τη  συναντά συχνά στην Αθήνα- εξακολουθεί να είναι μια ωραία γυναίκα , που ζει ευτυχισμένη με το συνταγματάρχη άνδρα της και τη δεκάχρονη κόρη της. Τότε όμως στο μάτια του μικρού Γιάννη φάνταζε σαν οπτασία. Μέσα στη μισοσκότεινη τάξη το όμορφο αυτό κορίτσι, λευκό διάφανο και ασθενικό  ήταν σα  μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ  και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζίν. Η Ρόζα της “Maternelle” ή η Νταβιντέ Μπιρό.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήταν σε θέση να κάνει τέτοιες κρίσεις. Τότε η κυρία Νίτσα ήταν για  το Γιαννάκη η δασκαλική του αγάπη.
Αφίσα του Γιάννη Τζουμάκα
Ξαποσταίνει στο πλατύσκαλο του ερειπωμένου κτίσματος όπου πριν δέκα χρόνια ανάπνευσε ο παιδικός του έρωτας. Η κυρία Νίτσα δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της , θυμάται. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ’αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου ήταν τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που έβγαζαν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχυνόταν από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκάλιαζε τους σβόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Ο Γιάννης φέρνει στο νου την εικόνα του εαυτού του να κάθεται στο πρώτο θρανίο  και με υπομονή να περιμένει. Οι σύντροφοί του δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα’ρχόταν η κυρία”.
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η “κυρία” διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις “μεγάλες”. Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια των παιδιών.
Θα πήγαιναν στον σταθμό. Ο δρόμος ήταν γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν είχε σημασία. Αυτή η ωραία αίσθηση να νιώθει κανείς το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα! Δε θα την ξεχάσει ποτέ ο Γιάννης. Μετά τα παιδιά σχεδίαζαν να πάρουν  από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαν σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πήγαιναν  στη μεγάλη “Μαγούλα”, την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδόνιζαν τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας. Όμως,  συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου τους άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
Το μάθημα της ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές των οκτάχρονων παιδιών. Το μάθημα το ρουφούσαν σαν μέλι από το στόμα της.
Νέο κορίτσι, Μαρσάν Αντρέ