Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

«Το σπίτι» του Αντώνη Σαμαράκη, η αδύνατη επιστροφή



Βάδιζε γρήγορα, χωρίς να προσέχει γύρω του . Στη χούφτα του δεξιού του χεριού, σφιχτά κλεισμένη , είχε το κλειδί .
Παρά τρίχα να τον χτυπήσει ένα φορτηγό που πέρναγε φορτωμένο , ως απάνω.
-Στραβομάρα, ρε! Του φώναξε ο σωφέρ.
Και του έδωσε και δυο φάσκελα . Εξακολούθησε αυτός το δρόμο του. Να φτάσει μια ώρ΄ αρχύτερα στο σπίτι! Δεν είχε άλλη σκέψη αυτήν την ώρα.
Φεύγοντας από το συμβολαιογράφο , κοίταξε για ταξί, μα δε βρήκε. Ξεκίνησε πεζή. Άλλωστε , δεν ήτανε μακριά . Ένα τέταρτο δρόμος. Μα η λαχτάρα του να φτάσει έκανε να του φαίνεται μεγάλη η απόσταση.
Σταμάτησε , κοίταξε το κλειδί στον απογευματινό ήλιο. Πώς άστραφτε!
-Μ΄ αυτό το κλειδί θ΄ ανοίξω σε λίγο την πύλη της ευτυχίας, σκέφτηκε.
Τη βρήκε «φιλολογική» αυτήν τη σκέψη. Σκέφτηκε πιο απλά:
-Μ΄ αυτό το κλειδί θ΄ ανοίξω την πόρτα του σπιτιού που έζησα τα παιδικά μου χρόνια.
Πριν από λίγη ώρα, στο συμβολαιογραφείο, είχε υπογράψει το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού. Ο συμβολαιογράφος , ψηλός, αδύνατος, τους διάβασε το συμβόλαιο με φωνή, αργή, εκνευριστική.
Τέσσερα χρόνια περίμενε πότε νάρθει η στιγμή που θα έπαιρνε το κλειδί του σπιτιού στα χέρια του. τυχαία , ένα σούρουπο, πριν από τέσσερα χρόνια, είχε περάσει από την παλιά του γειτονιά. Είχε πολλά χρόνια να περάσει από εκεί. Στάθηκε στη γωνιά, αντίκρυ από το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Ένα ισόγειο σπίτι, μονοκατοικία. Στάθηκε κάμποση ώρα. Του έκανε καλό η παρουσία του σπιτιού.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τον καιρό που ήτανε παιδί. Τώρα είχε γκρίζους κροτάφους. Και δεν ήτανε μονάχα οι γκρίζοι κροτάφοι. Ο κόσμος μέσα του ήτανε τόσο αλλιώτικος!
Η ζωή τον είχε αλλάξει. Με τους συμβιβασμούς της, με τις ιδιοτέλειές της, με την καθημερινή φθορά… Μια σειρά από διαψεύσεις ήταν η ζωή του. προπαντός , διαψεύσεις από τον ίδιο τον εαυτό του.
Ωστόσο, κείνο το σούρουπο, αντίκρυ στο σπίτι , ένιωσε μια παράξενη χαρά. Ένιωσε έναν παράξενο άνεμο να φυσάει στο στήθος του.
Από τότε , πέρασε κι άλλες φορές από κει. Περνούσε βράδυ ή αργά τη νύχτα. Του άρεσε να το βλέπει το σπίτι μέσα στο σκοτάδι. Και είχε πάντα αυτήν τη χαρά στο πλησίασμα του …
Μια νύχτα που στεκόταν αντίκρυ στο σπίτι, έβρεχε δυνατά κι αυτός στεκότανε στη βροχή και ούτε τον ένοιαζε, του ήρθε η σκέψη να το κάνει δικό του το σπίτι, να ξαναμπεί εκεί μέσα, να ζήσει ξανά μέσα σ΄ αυτό. Τότε σίγουρα θα γινόταν άλλος άνθρωπος! Τα παιδικά του χρόνια θ΄ ανασταίνονταν. Ο κόσμος μέσα του θα γινότανε απλός, γεμάτος φως. Η φθορά που η καθημερινή ζωή του είχε δώσει, θα εξαφανιζόταν όταν έμπαινε αυτός στην περιοχή των παιδικών του χρόνων. Τέσσερα χρόνια χρειάστηκε για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ζήταγε πολλά. Το σπίτι όμως των παιδικών του χρόνων έπρεπε να γίνει δικό του!
Πόση ώρα είχε μέσα στο σπίτι, δε θα μπορούσε να το πει. Δεν είχε εκεί μέσα αίσθηση του χρόνου.
Δεν άνοιξε τα παράθυρα. Τ΄ άφησε κλειστά με τα παντζούρια, όπως ήτανε . στο σκοτάδι, ανασταίνονται πιο εύκολα τα περασμένα…
Έξω το απόγευμα πήγαινε προς το τέλος του, κι αυτός ήτανε τώρα άλλος άνθρωπος. Είχε γυρίσει πολλά χρόνια πίσω , στον καιρό που ήταν ένα μελαχρινό αγόρι, με όνειρα για τη ζωή , με ιδανικά…
Τα δωμάτια δεν ήτανε γυμνά από έπιπλα. Τα έπιπλα εκείνου του καιρού ήταν εκεί. Στην τραπεζαρία, το μεγάλο βαρύ τραπέζι, ο μπουφές που σκαρφάλωνε για να βρει το γλυκό. Στη σάλα, οι πολυθρόνες με το πράσινο ύφασμα, οι κουρτίνες στα παράθυρα. Και στο δωμάτιό του, το μικρό τραπέζι που το είχε γραφείο και διάβαζε τα μαθήματά του …
Στο δωμάτιό του ήταν, όταν τον φωνάξανε απέξω. Οι φίλοι του ήτανε , που είχαν έρθει, όπως κάθε απόγεμα, από το σχολείο και τον φώναζε να παίξουν …
Πήγε ν΄ ανοίξει το παράθυρο του δωματίου του που έβλεπε στο δρόμο. Άνοιξε τα τζάμια , πήγε ν΄ ανοίξει τα παντζούρια, μα το χέρι του έμεινε στο πόμολο. Μέσ΄ από τις γρίλιες, το μάτι του πήρε μια γυναίκα που στεκότανε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο παράθυρο, λίγο προς τ΄ αριστερά.
Ο ήλιος έπεφτε πάνω της. Έμεινε εκεί, τα μάτια του κολλημένα στις γρίλιες. Δεν έβλεπε το πρόσωπό της. Μα είχε όμορφο σώμα. ήτανε ψηλή, σφιχτοδεμένη. Το στήθος της ΄ςδειχνε μικρό και σφιχτό. Κάποιον περίμενε. Και χτύπαγε νευρικά το τακούνι της στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Την κοίταζε… Με το βλέμμα του την έγδυνε.
Ήρθε ο αναμενόμενος. Την πήρε αγκαζέ και φύγανε. Έφυγε τότε κι αυτός από το παράθυρο. Μα γυρνώντας, είχε το όραμα της γυναίκας μέσα του, είχε τώρα αίσθηση του χρόνου, δεν ήταν ένα παιδί , είχε γκρίζους κροτάφους, είδε το σπίτι άδειο από τα’ έπιπλα της εποχής που ήτανε παιδί, το σπίτι τώρα ήταν ένα συνηθισμένο σπίτι, ένα οποιοδήποτε σπίτι, άνοιξε την εξώπορτα και αφήνοντάς την ανοιχτή, έφυγε.

( από τη συλλογή διηγημάτων "ζητείται ελπίς")