Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

" Επιτέλους! .. Φεύγουμε..!"

Δέκα λεπτά ακόμη ...
Μόνο δέκα....επιτέλους! φεύγουμε!
Βγαίνοντας από το σχολείο τρέχω όσο πιο γρήγορα  μπορώ
Για να γλιτώσω από την γραμματική που με κυνηγάει μανιασμένα
Με τα γαμψά της νύχια και τα κοφτερά της δόντια
Της ξεφεύγω
Όμως για κακή μου τύχη
Στο επόμενο τετράγωνο μου την έχει στημένη το εμβαδόν…
Καταφέρνω πάλι να ξεφύγω
Λίγο πιο πέρα απ’ το σχολείο
Με περιμένει  ένα χάλκινο αερόστατο                                                   
Με μαγικό τρόπο με μεταφέρει
Σε μία ζούγκλα όπου με περιμένει ο Jonny Depp
 Με το φανταστικό του πλοίο ταξιδεύουμε σε εξωτικά νησιά




Έπειτα τρώγοντας μία τσίχλα
Και κάνοντας μία τσιχλόφουσκα
Ξαφνικά παγιδεύομαι στην φούσκα
Και ο κόσμος γύρω μου γυρίζει γρήγορα…
Φτάνω στο μέλλον…
Βλέπω την γη όπως θα είναι αργότερα
Το θέαμα με σόκαρε…
Ήταν όλα κίτρινα
Ώ..οου σιχαίνομαι το κίτρινο…
Με πλησιάζει ένας πιγκουίνος
Ο οποίος με οδηγεί σε ένα μικρό σπιτάκι
Μπαίνω μέσα και ξαφνικά βλέπω τα πάντα να πετάνε!
Μία τσαγέρα μου επιτίθεται
Ευτυχώς με έσωσε η φούσκα!
Από εκεί που δεν το περίμενα
Ακούστηκε ένα <<ΝΤΡΙΙΙΝ>>
Η τσιχλόφουσκα που με περιέβαλλε έσκασε..
Και βρέθηκα πάλι πίσω στο σχολέιο..
Μέσα στην τάξη μου…
Πφφ! Τι κρίμα!  
                
Γεωργοπούλου Γιώτα

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Η ζωή έξω από το σχολείο


Γλυκιά μελωδία χαϊδεύει τα αυτιά την ώρα
που το κατώφλι του σχολείου περνώ. Σηκώνω
το βλέμμα και τι αντικρίζω, νεράιδες, με
άνθη στολισμένες, να τραγουδούν τον
«Ερχομό της Άνοιξης». Δεν προλαβαίνω να
χαρώ, την ομορφιά της Μουσικής να απολαύσω
και μια κραυγή σπαρακτική μου κόβει την ανάσα.
«Ο δρόμος για το Βορρά από πού πάει; »
απεγνωσμένα ένας χιονάνθρωπος ρωτά και
ψάχνει για τρένο, αεροπλάνο, πλοίο και
ό,τι άλλο βρει. Για να τον πάει στον βόρειο πόλο ·
εκεί που δεν θα κινδυνεύει να λιώσει
από τις πρώτες ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου. 
Και απάντηση πριν δώσω ένας αετός χαμηλώνει 
τις φτερούγες του και δείχνει περά μακριά. 
Και ένας ωραίος κούνελος -να είναι ο Bugs Bunny ;-του λέει
«Τρέξε προς το λιμάνι γρήγορα». Αν θες το πλοίο
να προλάβεις .Μια ώθηση δίνει στα πέδιλα
του σκι και τρέχει γρήγορα και πάει προς τα εκεί.
Μα όταν φτάνει είναι πια αργά. Το πλοίο σφυρίζει μακριά
και εγώ τρέχω να δω τι θα γίνει και πώς μπορώ
τον άσπρο άνθρωπο να σώσω. Και ξαφνικά βλέπω
γύρω ξωτικά που όλα πρόθημα και αυτά θέλουν να
γλιτώσουν. Πέφτουν σε περισυλλογή και σχέδια
αραδιάζουν στη στιγμή. Αλλά μια σιγανή φωνή από
μια βάρκα με κάτασπρο πανί όλους μας αιφνιδιάζει.
«Πήδα και φεύγουμε ευθύς και το ταξίδι αρχίζει
στην στιγμή» Μα όμως πριν καλά τους χαιρετήσω 
η θάλασσα ένα κύμα ξερνά και η βάρκα βουλιάζει μαγικά.
Τα ψάρια γύρω από τους πειρατές ζητούν το φαγητό τους.
Μα όμως η θάλασσα θυμώνει πολύ και αφρίζει και βουίζει.
Και τότε σπάει ένα κύμα και τον πετάει. Με πόνους
στο κεφάλι. Ο ήλιος τον ζέστανε και σύννεφο τον κάνει
και ο αέρας ταπεινώθηκε, πληγώθηκε, γύρισε την πλάτη
σκύβοντας το κεφάλι. Μαζί εκεί στο Βόρειο Πόλο ξανά θα
περιμένει ένα νέο μήνυμα να έρθει κοντά μας.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

"Το ημερολόγιο της Καλλιστώς" της Τριάδας Μπακαλούδη

Όλα συνέβησαν εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό που ακόμα ζωντανεύει στο μυαλό μου σαν ένας τρομακτικός εφιάλτης δίχως τέλος. Εκείνη την ημέρα, η μαμά υποσχέθηκε να μου μάθει πώς να βρίσκω τροφή. Ακόμα τη θυμάμαι πώς μύριζε τους καρπούς τού απέραντου δάσους όπου ζούσαμε: ξεδιάλεγε τους ώριμους από τους σάπιους και τους άγουρους και ύστερα τους μοιραζόμασταν. Ως συνήθως, εγώ πήρα το μεγαλύτερο μερίδιο με τους νοστιμότερους καρπούς και η μαμά τους υπόλοιπους. Ύστερα ξεκινήσαμε για άλλη πηγή τροφής, γιατί, όπως μου έμαθε η μαμά, έπρεπε να φάω όσο πιο πολύ μπορούσα ως το χειμώνα που θα πέφταμε σε βαθύ ύπνο. Ξάφνου, πετάγεται μπροστά μας ένα άλλο πλάσμα, που μπορεί να στέκεται στα δύο του πόδια για πολλή ώρα και που η μαμά τις προάλλες αποκάλεσε άνθρωπο. Εκείνη αντέδρασε ταχύτατα: βρυχήθηκε, σηκώθηκε στα δύο και με τα γαμψά της νύχια απείλησε τον άνθρωπο. Εκείνος σήκωσε το όπλο του. Τη σημάδεψε. Ακούστηκε ένα δυνατό «μπαμ». Η μαμά ακινητοποιήθηκε και ύστερα σωριάστηκε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές πόνου:
«Φύγε!» μου ούρλιαξε καθώς το αίμα της χυνόταν ασταμάτητα στο έδαφος χρωματίζοντας το χώμα με το βαθύ του κόκκινο, «τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς!»
Την έβλεπα να ξεψυχάει μπροστά μου, και πανικόβλητη, χωρίς να μπορώ να κάνω βήμα, έπεσα στα χέρια τού ανθρώπου.
«Σε έπιασα μικρό αρκουδάκι!» ξεφώνησε θριαμβευτικά, «αποχαιρέτα τη μανούλα!» ειρωνεύτηκε κάνοντας τον πόνο στην καρδιά μου πιο βαθύ, καθώς τώρα την έβλεπα να κείτεται δίχως πνοή. Ο άνθρωπος αυτός με πέταξε σε ένα σιδερένιο κλουβί, το κλείδωσε και με μετέφερε έξω από το δάσος. Αν και ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα έξω, εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω.
«Μαμά, μαμά, ξύπνα! Δεν μπορεί, δεν πέθανες! Μαμάαααα.» φώναζα απελπισμένη. Πρέπει να πάω να τη βρω, να τη βοηθήσω. Θα ανησυχήσει για μένα, θα με ψάχνει, θα νομίζει ότι την ξέχασα. Όμως, αυτός ο άνθρωπος με έπαιρνε μακριά της και εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τη βλέπω να χάνεται.
Η νέα μου ζωή ή μάλλον το μαρτύριό μου, μόλις ξεκινούσε. Ο άνθρωπος αυτός που τον αποκαλούσαν αρκουδιάρη, με αιχμαλώτισε, με αλυσόδεσε και μου έκανε όλων των ειδών τα βασανιστήρια. Ξεκίνησε αφαιρώντας τα δόντια από το στόμα μου. Με μία πένσα, ο αρκουδιάρης έπιασε ένα-ένα τα δόντια μου και τα τραβούσε με δύναμη. Όταν μάλιστα τον δάγκωσα προσπαθώντας να ξεφύγω από τους φριχτούς πόνους, εκείνος άρχισε να τα τραβάει με μεγαλύτερη μανία απ’ ό, τι πριν. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Το αίμα κυλούσε ασταμάτητα και χυνόταν στο πάτωμα, ενώ όλα μου τα βγαλμένα δόντια τοποθετήθηκαν, ίσως επίτηδες, σε ένα βάζο το οποίο μπορούσα να διακρίνω σε ένα ράφι απέναντι μου. Για μέρες δεν έτρωγα ούτε το λιγοστό μπαγιάτικο ψωμί που μου πετούσε, ενώ τα περισσότερα δόντια έσπασαν και έμειναν ολόκληρα κομμάτια στο στόμα μου, προκαλώντας σιγά-σιγά μόλυνση, η οποία απλωνόταν. Έμεινα ολόκληρες νύχτες ξάγρυπνη από τον πόνο. Το μαρτύριο συνεχίστηκε μία εβδομάδα αργότερα. Ο αρκουδιάρης, ακινητοποιώντας το κεφάλι μου, με τη βοήθεια σφυριού, καρφιών και άλλων αιχμηρών αντικειμένων, δημιούργησε μία τεράστια τρύπα στη μύτη μου, απ’ όπου πέρασε ένα χοντρό χαλκά, τον οποίο ένωσε με μία αλυσίδα, το κύριο σημάδι της υποδούλωσης μου.
Αν νομίζετε πως τελείωσαν τα μαρτύριά μου, είστε γελασμένοι, αφού τώρα άρχιζε το πραγματικό μαρτύριο που με έφερε στην πιο αξιοθρήνητη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί μία αρκούδα. Ο αρκουδιάρης με έβγαλε έξω στην αυλή του σπιτιού του, τραβώντας με από την αλυσίδα που ήταν συνδεδεμένη με την μύτη μου. Έφερα μεγάλες αντιστάσεις, αλλά ο πόνος με έκανε να υποκύψω στην θέλησή του. Ο αρκουδιάρης άπλωσε στο δάπεδο αναμμένα κάρβουνα, και με ανάγκασε να πατήσω πάνω τους. Εκείνα άρχισαν να καίνε τις πατούσες μου, να καίνε τα σωθικά μου, να με πονούν σαν μαχαιριές. Σηκώθηκα στα δύο για να λιγοστέψω τον πόνο που ένιωθα και άρχισα να βηματίζω επί τόπου. Τότε άκουσα το ντέφι. Το ντέφι που έπαιζε ο αρκουδιάρης. Και ενώ εμένα η ψυχή μου έκλαιγε, εκείνου το πρόσωπο γελούσε ολόκληρο. Το ευχαριστιόταν πραγματικά!
«Χόρευε αρκουδάκι, χόρευε!» φώναζε συνέχεια.
Μια μέρα, την ώρα του επώδυνου αυτού χορού, που επαναλαμβανόταν καθημερινά, βρήκα την ευκαιρία και πλησίασα τον αρκουδιάρη. Του χίμηξα λυσσασμένα, σήκωσα τα νύχια μου και τον τραυμάτισα στο πρόσωπο.
Με πέταξε στο κλουβί και για μία εβδομάδα δεν είχα φαγητό. Πίστευα πως θα πεθάνω. Οι πατούσες μου γεμάτες εγκαύματα και ανοιχτές πληγές, τα νύχια μου σπασμένα, το σώμα μου καταβεβλημένο, το τρίχωμά μου να μαδάει και η δεύτερη πληγή στα χείλια να πονάει περισσότερο κι από το σκισμένο δέρμα στη μύτη. Εγώ του είχα δημιουργήσει μια πληγή στο πρόσωπο που δε θα έφευγε ποτέ, ενώ αυτός, προκειμένου να επανακτήσει τον έλεγχο, τράβηξε το χαλκά της μύτης τόσο δυνατά, που η μύτη μου σκίστηκε και αναγκάστηκε να μου βάλει δεύτερο χαλκά στα χείλη. Είχα πλέον μετατραπεί σε μία πραγματική «αρκούδα χορεύτρια».
Την πρώτη μου «παράσταση» την έδωσα δύο χρόνια αργότερα σε ένα κοντινό χωριό. Είχε μάλιστα και τίτλο: «Η Απίθανη Αρκούδα Χορεύτρια». Βρέθηκα στην πλατεία τού χωριού, περιτριγυρισμένη απ’ όλων των λογιών τους ανθρώπους. Γέροι και νέοι, άντρες και γυναίκες μαζεύτηκαν για να παρακολουθήσουν το θέαμα που τους προσέφερα. Ο αρκουδιάρης έπιασε στα χέρια του το ντέφι και άρχισε να το χτυπά. Ο ήχος του ήχησε στα αυτιά μου και ο πόνος από τα αναμμένα κάρβουνα ήρθε για άλλη μια φορά στο νου μου. Αυτός ο οδυνηρός, φριχτός πόνος είχε εγκλωβιστεί στο μυαλό μου και με τυραννούσε στο άκουσμα του ντεφιού. Ενστικτωδώς, σηκώθηκα στα δυο μου πόδια και άρχισα να περπατώ επί τόπου. Και ενώ εγώ ένιωθα αυτόν τον απαίσιο πόνο σαν να υπήρχαν όντως κάρβουνα στις πατούσες μου, οι άνθρωποι κραύγαζαν, έβγαζαν επιφωνήματα χαράς, θαυμασμού, γελούσαν και παρακαλούσαν τον αρκουδιάρη να συνεχίσει. Δυο ώρες κράτησε η μαρτυρική μου παράσταση. Μόνο όταν, στο τέλος, σωριάστηκα από τη εξουθένωση, ο αρκουδιάρης σταμάτησε να χτυπά το ντέφι, και το μαζεμένο πλήθος αποχώρησε από την πλατεία. Ευχαριστημένος από τα κέρδη, ο αρκουδιάρης μού πέταξε ένα κομμάτι κρέας, το πρώτο που είχα γευτεί ποτέ στη ζωή μου.
Όσο η φήμη μου μεγάλωνε και απλωνόταν στα άλλα χωριά, τόσο αυξάνονταν τα κέρδη του αρκουδιάρη. Πέντε χρόνια αργότερα, έχοντας πλέον δώσει παραστάσεις σε όλα τα χωριά, ο αρκουδιάρης αποφάσισε να μπούμε στην κοντινή πόλη όπου πίστευε θα υπήρχε μεγαλύτερη επιτυχία. Μπορεί η όραση μου να είχε ξεθωριάσει, όμως μπορούσα ακόμα να ακούω τον ήχο του ντεφιού, το οποίο ακάθεκτα συνέχιζε να με βασανίζει και να με εκμεταλλεύεται.
Μπαίνοντας στην πόλη, αιφνιδιάστηκα, γιατί τα μόνα βλέμματα που μπορούσα να διακρίνω ήταν φόβου και οίκτου απέναντί μου. Φτάνοντας στην πλατεία, μερικά μόνο παιδιά είχαν μαζευτεί τριγύρω μας, τα οποία, όμως, γρήγορα μάζεψαν οι γονείς τους. Ο αρκουδιάρης άρχισε να χτυπά το ντέφι. Καθώς χόρευα, όλο και λιγότεροι θεατές έμεναν.
Ξαφνικά, κάποιοι κύριοι μας πλησίασαν. Έδειξαν κάποια χαρτιά στον αρκουδιάρη κι εκείνος βλαστημώντας τούς παρέδωσε την αλυσίδα μου. Οι κύριοι με οδήγησαν λιγότερο βίαια απ’ ό, τι ο αρκουδιάρης σε μία τεράστια κλούβα. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Νέα μαρτύρια; Μήπως και θάνατος; Άραγε θα ξαναδώ το δολοφόνο της μητέρας μου;
Δέκα χρόνια τώρα είμαι κλεισμένη σ’ αυτό το καταφύγιο για την καφέ αρκούδα. Η εταιρεία προστασίας τής καφέ αρκούδας με έχει περιθάλψει εδώ εξασφαλίζοντάς μου όλα τα απαραίτητα για να ζήσω. Απόλυτα συνδεδεμένη και εξαρτημένη από τον άνθρωπο, θα ζήσω εδώ το υπόλοιπο της ζωής μου με το όνομα "Καλλιστώ". Οι άνθρωποι εδώ μου φέρθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Αφαιρέθηκαν από το στόμα μου τα υπολείμματα των δοντιών μου και δεν είμαι αναγκασμένη να φορώ το χαλκά. Απέκτησα τρίχωμα τόσο καθαρό, γυαλιστερό και πυκνό που δεν είχα ποτέ στη ζωή μου. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα είναι ότι απέκτησα τις πρώτες μου σχέσεις με τις υπόλοιπες αρκούδες τού καταφυγίου, τις πρώτες ύστερα από το θάνατο της μητέρας μου.
Όμως, όλα τα παραπάνω δεν αλλάζουν το γεγονός πως ήμουν μία αρκούδα χορεύτρια. Δεν εκπαιδεύτηκα από την μητέρα μου, δεν μπορώ να επιβιώσω μόνη μου στην άγρια φύση. Το μόνο που μπορώ, είναι να κάθομαι άπραγη, ενώ η ψυχή μου κλαίει. Ο ρόλος μου ως αρκούδα έχει αλλοιωθεί. Δεν είμαι μία φυσιολογική αρκούδα. Μπορώ να διακρίνω στο βλέμμα των ανθρώπων που έρχονται και με βλέπουν, τη θλίψη, τη συμπόνια και τη λύπη τους απέναντι μου. Μετά από τόσα δύσκολα χρόνια, μερικές φορές δυσκολεύομαι να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ντρέπομαι γι’ αυτό που είμαι. Έχω στειρωθεί, για να μην μπορέσω να αναπαραχθώ και να φέρω στον κόσμο παιδιά που δε θα μπορώ να εκπαιδεύσω για να γίνουν κανονικές αρκούδες.
Είμαι ακόμα αιχμάλωτη, η ψυχή μου το νιώθει, το αισθάνεται και λαχταρά να ελευθερωθεί, με όποιον τρόπο είναι δυνατόν. Φυλακισμένη 17 χρόνια, θέλω να γευτώ την ελευθερία που μου στέρησαν. Νιώθω ακόμα δέσμια του ντεφιού που ηχεί στο μυαλό μου και του αρκουδιάρη που με διατάζει να χορέψω και εγώ υποκύπτω στην τυραννία του. Έχω χάσει την ιδιοπροσωπία μου. Είμαι μία αρκούδα χορεύτρια. Καμιά φορά, πιάνω τον εαυτό μου να κουνά νευρικά το κεφάλι πέρα δώθε ή να σηκώνεται στα δυο πόδια και να βηματίζει επί τόπου. Οι επιστήμονες που με παρακολουθούν το αποκάλεσαν «νευρολογική πάθηση».
Σήμερα, για άλλη μια φορά, με επισκέφτηκαν άνθρωποι. Αυτοί μου αρέσουν καλύτερα από εκείνους του χωριού και της πόλης. Αυτοί δεν φωνάζουν, ούτε κραυγάζουν. Με παρατηρούν σιωπηλά, μου γελούν και φεύγουν. Πιο πολύ αγαπώ τα παιδιά.. Ένα σήμερα με κοιτούσε επί ώρα.
Ξαφνικά, χτυπάει το κινητό του. Αυτός ο συνδυασμός των μουσικών οργάνων με τη φωνή του τραγουδιστή μού θύμισαν τις φωνές των ανθρώπων και το χτύπο του ντεφιού. Πετρώνω. Σαστίζω. Το παιδί βιάζεται να κλείσει το κινητό. Είναι πλέον αργά. Το μυαλό μου πάει να σπάσει. Ο πόνος από την εποχή που ήμουν αρκούδα χορεύτρια αρχίζει να παίρνει τον έλεγχο τού κορμιού μου. Λυσσασμένη παίρνω φόρα και αρχίζω να χτυπάω πάνω στον ηλεκτροφόρο φράχτη με μανία. Έχω γεμίσει με αίματα, και μόλις που διακρίνω το παιδί να με κοιτάει τρομαγμένο.
«Πάω πίσω λοιπόν, στη μαμά μου.» σκέφτομαι ενώ ξεψυχώ.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ένα μικρό αηδόνι

Ένα μικρό πουλάκι
ένα μικρό αηδόνι
κάθεται παν στο δέντρο
και σιγοτραγουδά

Κι ένα μικρό αγόρι
στέκει κάτω από το δέντρο
παρακαλώντας το μικρο αηδόνι
να κατέβει προς τα 'δω

"Έλα εδώ μικρό πουλάκι
έλα εδώ μικρό αηδόνι
μην κάθεσαι παν στο δέντρο
μη σιγοτραγουδάς

Φώναξε μικρό αηδόνι, φώναξε
να ακουστείς παντού
σ'όλη την οικουμένη
τραγούδησε μικρό αηδόνι
για 'μένα το μικρό αγόρι."

Κι έπειτα το μικρό αηδόνι
τραγούδησε για το μικρό αγόρι
κι ακούστηκε σ'όλη τη γη
σ'όλη την οικουμένη.

Κι έτσι το μικρό αγόρι
έφυγε στο ηλιοβασίλεμα
μ'ένα μικρό πουλάκι
ένα μικρό αηδόνι...

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

"τα τριανταεννιά στοιχεία"


ΒΑΘΙΑ ΣΤΑ ΕΓΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Οι ΚΕΙΧΙΛ είναι η πιο ισχυρή οικογένεια στον κόσμο. Σε αυτή την οικογένεια ανήκουν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Μπόμπ Τρόπο, ο Κολόμβος και πολλοί άλλοι. Η διαθήκη της Γκρέις Κέιχιλ πρόσφερε να διαλέξουν ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο δολάρια ή να πάρουν μέρος στο κυνήγι των 39 στοιχείων που αν νικούσαν θα γίνονταν οι πιο ισχυροί άνθρωποι στον κόσμο. Η Έιμι κι ο Νταν Κέιχιλ τα εγγόνια της Γκρέις παίρνουν μέρος στο κυνήγι, με αποτέλεσμα να μπλεχτούν σε ένα κόσμο γεμάτο ίντριγκα και περιπέτεια. Οι δυο πρωταγωνιστές δεν είναι καν 15 χρονών κι όμως ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο: Γαλλία, Αυστρία, Ιαπωνία, Ρωσία, Αυστραλία… Ψάχνουν για στοιχεία, όμως όχι τυχαία. Ακολουθούν τα βήματα σπουδαίων ανθρώπων του παρελθόντος και μαθαίνουν για τις ζωές τους. Βρίσκουν τα στοιχεία μαζί με αεροπορικά εισιτήρια που τους οδηγούν στην επόμενη χώρα. Μα δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι άλλοι διαγωνιζόμενοι αν και συγγενείς τους, καταβάλλουν προσπάθειες να τους ρίξουν σε νερά με καρχαρίες, να τους τραυματίσουν, ακόμα και να τους θάψουν ζωντανούς. Τα δυο παιδιά με συνοδό μια 18χρονη μπειμπισίτερ δεν ξέρουν ποιον να εμπιστευτούν, αλλά η απάντηση έρχεται από αλλού. Ο μόνος κανόνας στο κυνήγι των 39 στοιχείων είναι να μην εμπιστεύεστε κανέναν, Πως γίνεται όμως αυτό; Είναι δυνατόν να μην εμπιστευτείς κάποιον που είναι σε θέση να συνεργαστεί μαζί σου για λίγο; Μένουν 24 στοιχεία ακόμη. Θα τα καταφέρουν ο Νταν και η Έιμι; Ή η τύχη θα τους αφήσει για πάντα;

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

"Πώς να ζωγραφίσετε ένα πουλί" του Ζακ Πρεβέρ (πολυμεσική παρουσίαση)


ΠΩΣ ΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΣΕΤΕ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Ζωγραφίστε  πρώτα ένα κλουβί
με την πόρτα ανοιχτή
ζωγράφισε μετά
κάτι όμορφο
κάτι απλό
κάτι ωραίο
κάτι χρήσιμο
για το πουλί
ακουμπήστε μετά το μουσαμά πάνω σ΄ ένα δέντρο
σ΄ έναν κήπο
σ΄ ένα πάρκο
ή σ΄ ένα δάσος
κρυφτείτε πίσω από το δέντρο
χωρίς μιλιά
τελείως ακίνητοι …
Κάποτε το πουλί έρχεται γρήγορα
μα μπορεί και να περιμένει χρόνια
πριν τ΄ αποφασίσει
Μην απογοητευτείτε
περιμένετε
περιμένετε αν χρειαστεί χρόνια ολόκληρα
το αν έρθει γρήγορα ή αργά το πουλί
δε θα ΄ χει καμιά σχέση
με το αν ο πίνακας είναι καλός
Όταν φτάσει το πουλί
αν φτάσει
κρατείστε απόλυτη σιωπή
περιμένετε να μπει το πουλί στο κλουβί
κι όταν μπει
κλείστε απαλά την πόρτα με το πινέλο
μετά
σβήστε ένα ένα όλα τα σύρματα
προσέχοντας να μην αγγίξετε ούτε ένα φτερό του πουλιού
Ζωγραφίστε κατόπιν το δέντρο
διαλέγοντας το πιο ωραίο κλαδί του
για το πουλί
ζωγραφίστε ακόμη το πράσινο φύλλωμα
και τη δροσιά του ανέμου
τη σκόνη του ήλιου
το σούρσιμο των ζώων στη χλόη
μέσα στο κάμα του καλοκαιριού
και μετά περιμένετε ν΄ αποφασίσει
το πουλί να τραγουδήσει
Αν δεν τραγουδήσει το πουλί
είναι κακό σημάδι
σημάδι πως ο πίνακας είναι κακός
μ΄ αν τραγουδήσει είναι καλό σημάδι
σημάδι πως μπορείτε να υπογράψετε
Τραβάτε λοιπόν πολύ απαλά
ένα φτερό απ΄ το πουλί
και γράψετε τ΄ όνομά σας
σε μια γωνιά του πίνακα.


http://www.youtube.com/watch?v=bmLMPgO35uw

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Με τον αέρα της...εφηβικής λογοτεχνίας








Πολλοί έφηβοι στις μέρες μας έχουν ως πιστό φίλο τα βιβλία. Τα εφηβικά βιβλία δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Aπό παλιά οι νέοι συνήθιζαν να βρίσκουν παρηγοριά σε αυτά, καθώς πολλοί λογοτέχνες έγραφαν μυθιστορήματα που ενδιέφεραν κυρίως τα νέα παιδιά. Έτσι αυτά τα βιβλία έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Τέτοια είναι : «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες, «Οι περιπέτειες του Τηλεμάχου» του Φενελόν, «Ο Ροβινσώνας Κρούσος» του Ντεφόε, «ο Όλιβερ Τουΐστ» και «ο Δαυΐδ Κόπερφιλδ» του Ντίκενς ή «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» και «Οι Περιπέτειες του Χακ Φιν» του Τουέιν.
Όμως και στην σημερινή εποχή τα βιβλία είναι απαραίτητα για μας τους νέους. Αυτό συμβαίνει επειδή ακόμη και εμείς στο περιβάλλον μας αντιμετωπίζουμε διάφορα μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Έτσι τα βιβλία αποτελούν καταφύγιό μας στις δύσκολες στιγμές. Ξένοι λογοτέχνες έγραψαν βιβλία που είτε θίγουν αυτά τα προβλήματα, είτε έχουν φανταστικό περιεχόμενο. Τα θέματα της πρώτης κατηγορίας, που αφορούν τα κοινωνικά προβλήματα, είναι ιδιαίτερα σκληρά, όπως η κακοποίηση ανηλίκων, οι άστεγοι, η τρομοκρατία, οι μυστικές οργανώσεις, η βία μεταξύ εφήβων,
ο αλκοολισμός.
Η δεύτερη κατηγορία βιβλίων ή και σειρών από 3, 4, 5 ή 7 βιβλία ανήκει στη φανταστική λογοτεχνία. Το φανταστικό στοιχείο συνδέεται με την περιπέτεια, τον τρόμο και τη μαγεία. Μερικά από τα πιο αγαπητά βιβλία ξένων λογοτεχνών είναι: «ο Χάρι Πότερ» της J. K. Rowling, «η Τριλογία του κόσμου» του Philip Pullman, «Οι φρουροί της φύσης» του David Klass, «η Λάουρα» του Peter Freund κ.α.
Παράλληλα και έλληνες λογοτέχνες ασχολήθηκαν με τη συγγραφή εφηβικών βιβλίων. Για παράδειγμα : η Λίτσα Ψαραύτη(Όνειρα από μετάξι), η Βούλα Μάστορη(Το ποτάμι ζήλεψε) η Άλκη Ζέη( Το καπλάνι της βιτρίνας, η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της) , η Ζωρζ Σαρή( Τα γενέθλια) ,
ο Βασίλης Παπαθεοδώρου(Το μήνυμα) και πολλοί άλλοι. Συνηθέστερα για την εφηβική μυθιστοριογραφία στην Ελλάδα είναι τα βιβλία κοινωνικής θεματολογίας που ασχολούνται με αγαπημένα μας ζητήματα όπως ο έρωτας, η οικογένεια, η μουσική, ο θάνατος, η αποδοχή του διαφορετικού, η μετανάστευση, η τρομοκρατία, τα ναρκωτικά, το AIDS κ.α. Βέβαια η ελληνική εφηβική λογοτεχνία είναι φτωχότερη, με μικρότερη παράδοση και πιο άτολμη ως προς τη θεματολογία από την ξένη.
Στην Ελλάδα σήμερα πολλοί εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν βιβλία και ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Μερικοί από αυτούς είναι: ο Πατάκης, ο Ψυχογιός , ο Κέδρος. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως τα εφηβικά βιβλία αγγίζουν, επηρεάζουν και γίνονται αγαπητά από τους νέους σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι παρμένα από τη ζωή τους και γραμμένα για αυτήν.


 



Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

"Βγαίνοντας απ'το σχολείο" του Ζακ Πρεβέρ

Βγαίνοντας  από το σχολειό μας
Συναντήσαμε
Ένα μεγάλο σιδηρόδρομο
Μας έφερε μια βόλτα
Γύρω τριγύρω από τη γη
Σ΄ ένα χρυσό βαγόνι
Και γύρω γύρω από τη γη μας
Συναντήσαμε
Τη θάλασσα να κάνει τον περίπατό της
Μαζί με τα κοχύλια της
Με τ΄ αρωματισμένα της νησιά
Με τα ωραία της ναυάγια
Και με τους καπνιστούς της σολομούς
Και συναντήσαμε
Πάνω απ΄  τη θάλασσα
Τ ΄  αστέρια που μαζί με το φεγγάρι
Με ιστιοφόρο ταξιδεύανε
 Για Ιαπωνία
Κι ακόμα συναντήσαμε τους τρεις σωματοφύλακες
Που με τα χέρια γύριζαν
Τη μανιβέλα ενός μικρού υποβρύχιου
Κι εκείνο βυθιζότανε
 Ψάχνοντας αχινούς.
Κι όταν γυρίσαμε στη γη μας
Συναντήσαμε
Πάνω σ΄ εκείνη τη γραμμή του σιδηροδρόμου
Ένα σπίτι
Που γύρω από τη γη όλο γύριζε
Και γύρω από τη θάλασσα
Και προσπαθούσε να ξεφύγει απ΄ το χειμώνα
Που το κυνηγούσε.
Αλλά κι εμείς πάνω στο σιδηρόδρομο
Αρχίσαμε να τρέχουμε να τρέχουμε
Πίσω από το χειμώνα
Ώσπου στο τέλος τον πατήσαμε
Κι έτσι το σπίτι πια σταμάτησε να τρέχει
Κι η άνοιξη που ήταν σταθμάρχης
Βγήκε και μας χαιρέτησε
Μας ευχαρίστησε
Και τότε τα λουλούδια όλης της γης
Βαλθήκανε να σπρώχνουν
Από παντού το σιδηρόδρομο
Κι εκείνος πια δεν ήθελε να προχωρήσει
Από το φόβο μήπως τα πατήσει
Κι έτσι κι εμείς
Γυρίσαμε πια πίσω με τα πόδια
Γύρω τριγύρω από τη γη
Γύρω τριγύρω από τη θάλασσα
Και γύρω από τον ήλιο
Το φεγγάρι και τ΄  αστέρια
Με τα πόδια
Και με τα πόδια και με τ ΄ άλογα και μ΄ αυτοκίνητα
Και τέλος με ιστιοφόρα.
Κολάζ εμπνευσμένα από το ποίημα αυτό
 
Αφίσα της Κωνσταντίνας Νικολτσιούδη












                                         
Αφίσα της Νίνας Ψύλλου