Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

"το χριστουγεννιάτικο δέντρο" του E.E. Cummings



μικρό δεντράκι
σιωπηλό χριστουγεννιάτικο μικρό δεντράκι
είσαι τόσο μικρό                                                    
μοιάζεις περισσότερο με λουλούδι
ποιος σε βρήκε στο πράσινο δάσος
και λυπήθηκες πολύ που σε πήραν από κει;
κοίτα            θα σε παρηγορήσω
γιατί πολύ γλυκά μυρίζεις
θα φιλήσω τη δροσερή σου φλούδα
και γλυκά θα σε νανουρίσω  στην αγκαλιά μου
όπως θα ΄κανε η μητέρα σου,
μόνο μη φοβάσαι
δες             τις πούλιες
που όλο το χρόνο κοιμούνται σ΄ ένα σκοτεινό κουτί
και ονειρεύονται κάποιος να τις βγάλει
και να τις αφήσει να λάμψουν
τις μπάλες τις γιρλάντες χρυσές και κόκκινες  τις χνουδωτές κλωστές
σήκωσε τα μικρά σου μπράτσα
και όλα σ΄ εσένα θα τα δώσω να τα κρατήσεις
κάθε δάχτυλο θα΄ χει το δαχτυλίδι του
και δε θα υπάρχει ούτε ένα μέρος  σκοτεινό  ή θλιμμένο
τότε όταν θα΄ σαι ολότελα ντυμένο
θα σταθείς στο παράθυρο για να σε δουν όλοι
και με τι μάτια θα σε θαυμάζουν!
ω, θα΄ σαι πολύ περήφανο
Και η μικρή μου αδελφή κι εγώ θα ενώσουμε τα χέρια
και κοιτάζοντας το όμορφό μας δέντρο
θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε
« Ω έλατο, ω έλατο» 
 

Μετάφραση : Χάρης Βλαβιανός

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Μία διαφορετική …. τύχη για την «Άννα του Κλήδονα»



Το διήγημα του Διαμαντή Αξιώτη «Η Άννα του Κλήδονα» περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ξώβεργα με μέλι». Μας μεταφέρει στην Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και στην ατμόσφαιρα της γιορτής του Κλήδονα, στις 24 Ιουνίου. Από το πλήθος των κατοίκων ο Αξιώτης επιλέγει τη νεαρή Άννα. Η ιδιαίτερα ευαίσθητη αυτή κοπέλα στηρίζει όλη τη ζωή της στην αναζήτηση ενός γαμπρού σύμφωνα με τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας, όπου ζει. Πιστεύει σε κάθε έθιμο που σχετίζεται με την εύρεση γαμπρού. Ώσπου ένα αθώο αστείο, που κάνουν τα γειτονόπουλα στην Άννα και που  αγγίζει τα όρια της απάτης , έχει τραγική κατάληξη για την εύθραυστη Άννα, αφού την οδηγεί στη γελοιοποίηση και την τρέλα. 

Η μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου Αναστασία Τάσιου έδωσε ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία της Άννας .  Απολαύστε το …..

           Η Άννα τρελαμένη πήγαινε από φούρνο σε φούρνο, ντυμένη με τα καλά της. Μετά από καιρό τη συμμάζευαν οι δικοί της από Ξάνθη και Δράμα.
           Ώσπου ένα πρωί δεν άντεχα να την βλέπω έτσι, και τους γονείς της να ταλαιπωρούνται και αποφάσισα να συζητήσω το κατάντημά της  με τα παιδιά της παρέας. Τότε ο Αναστάσης σκέφτηκε να της  κάνει προξενιό  με τον πρώτο ξάδερφό του, που εκείνη τη περίοδο έμενε στην Αμερική. Συμφωνήσαμε όλοι και τα πράματα μας ήρθαν γάντι, επειδή ο ξάδερφος του, ο  Λούκας-που μένει Αμερική- θα ερχόταν έτσι κι’ αλλιώς εδώ, καθώς  αρραβωνιαζόταν η αδερφή  του Αναστάση.
         Πέρασε μία εβδομάδα .Ήταν Σάββατο, ημέρα του αρραβώνα της Στέλλας ,της αδερφής του Αναστάση, και του ερχομού του Λούκα. Το απόγευμα ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο σπίτι του Αναστάση για τον αρραβώνα. Ο Λούκας ήταν πολύ ωραίος. Γνωρίστηκαν με την Άννα , χόρεψαν, ήπιαν και μετά, αφού τελείωσε το γλέντι του αρραβώνα, ο καθένας πήγε στα σπίτια του.
             Το άλλο πρωί ο Αναστάσης ήρθε τρέχοντας σε εμένα και μου είπε πως ο Λούκας θέλει την Άννα και της το είπε  και η Άννα είπε το «ναι». Στο μεταξύ το απόγευμα ο Λούκας θα έφευγε για Α μερική και η Άννα σκεφτόταν πολύ σοβαρά να πάει μαζί του. Όταν μου τα είπε αυτά, δεν ξέρω ,αλλά σφίχτηκα και ένιωσα κάτι μέσα μου ,πως αν έφευγε η Άννα θα στεναχωριόμουν πολύ.
          Ήρθε το απόγευμα και η Άννα είχε πάρει πια την απόφαση  να ακολουθήσει  το Λούκα στην Αμερική. Πήγα στο σπίτι της, που ήταν γεμάτο κόσμο να αποχαιρετά την Άννα. Πλησίασα και της είπα: «Άννα  σε παρακαλώ, σκέψου το καλά, είσαι σίγουρη πως θα πας να μείνεις με έναν άντρα που δεν ξέρεις;» Και αυτή μου είπε πως ο μπαμπάς του είναι φούρναρης και πως το περιμένει εδώ και χρόνια αυτό. Της το φανέρωσε κι ο Άγιος. Τότε δεν άντεξα άλλο. Της είπα πως της είχαμε κάνει φάρσα πριν μισό χρόνο στη γιορτή του  Άϊ –Γιάννη του Κλήδονα. Θύμωσε , πήγε να πει κάτι, αλλά δεν την άφησα. «Ξέρεις μόλις έμαθα πως θα φύγεις , τρελάθηκα, αν σου λέει κάτι αυτό. Σε παρακαλώ μείνε! »της είπα. Δεν με άκουσε, ήταν αποφασισμένη. Μετά από δύο μήνες γύρισε. Χώρισαν λέει,  επειδή δεν μπορούσε την κουλτούρα της Αμερικής.
     Έφτασε Άϊ-Γιάννης. Ημέρα γάμου. Επιτέλους η στιγμή που περίμενα από την μέρα που την έπεισα να με παντρευτεί .Χτες μου είπε πως γύρισε από την Αμερική μόνο και μόνο, επειδή τους δύο μήνες που ήταν εκεί δεν μπόρεσε να βγάλει τα τελευταία λόγια μου από το κεφάλι της. Δεν με νοιάζουν πια αυτά. Τώρα πια είμαι ευτυχισμένος.. Με την Αννούλα μας, την πλέον πια Αννούλα μου!







Η εκδοχή του  Θεόφιλου Τσιαμίτα , μαθητή της Β΄ Γυμνασίου επίσης, είναι αρκετά ανατρεπτική και σαρκαστική ….
        Ώσπου μια μέρα ξύπνησε η Άννα το πρωί γεμάτη αυτοπεποίθηση. Έκανε μια βόλτα στη γειτονιά και συνάντησε το μεγάλο έρωτα της ζωής της. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και ύστερα από δύο χρόνια σχέσης αποφάσισαν να παντρευτούν.
        Τη μέρα του γάμου ο γαμπρός είχε φτάσει στην εκκλησία και περίμενε τη νύφη, την Άννα τη γουρλομάτα. Καθώς πέρασε πολλή ώρα και δεν είχε φανεί η Άννα , ανησύχησαν και πήγαν στο σπίτι να την αναζητήσουν. Τη βρήκαν αναίσθητη λόγω  κρίσης νευρικού άγχους, γιατί , ως γνωστόν, δεν είχε ξαναπάει με αγόρι. Ο γιατρός τον οποίο κάλεσαν έκανε πολλές προσπάθειες να τη συνεφέρει. Δυστυχώς , η Άννα άφησε την τελευταία της πνοή ,  τη στιγμή που  τηλεφωνούσε σε μπουζουξίδικο , για να κανονίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη γαμήλια δεξίωση.  
         Αυτό το τέλος μας διδάσκει ότι δεν πρέπει ποτέ και για τίποτα να μας κυριεύει το άγχος, γιατί μπορεί να μας συμβούν διάφορα περιστατικά, τραγικά και οριστικά ….




Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

"Βιβλία" του Λουίς Μπρίτο Γκαρσία

φωτογραφία της Ελένης Ανεσιάδου




Ένα βιβλίο που μετά από κάποιο τράνταγμα μπέρδεψε όλες τις λέξεις του, χωρίς να υπάρχει τρόπος να τις ξαναβάλει στη σειρά. Ένα βιβλίο ο τίτλος του οποίου ήταν τόσο μα τόσο πλήρης που περιελάμβανε όλο το περιεχόμενο του βιβλίου.
Ένα βιβλίο με έναν πίνακα περιεχομένων  τόσο εκτενή που με τη σειρά του χρειαζόταν άλλα περιεχόμενα και αυτά με τη σειρά τους άλλα περιεχόμενα και ούτω καθεξής.
Ένα βιβλίο που διάβαζε τα πρόσωπα όσων ξεφύλλιζαν τις σελίδες του.
Ένα βιβλίο που περιείχε μία προς μία όλες τις σκέψεις ενός ανθρώπου και το οποίο για να διαβαστεί χρειαζόταν ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου.
Ένα βιβλίο προορισμένο να εξηγήσει ένα άλλο βιβλίο προορισμένο να εξηγήσει ένα άλλο βιβλίο προορισμένο να εξηγήσει ένα άλλο βιβλίο, που με τη σειρά του εξηγεί το πρώτο.
Ένα βιβλίο που συνοψίζει χίλια βιβλία και παράγει χίλια βιβλία που το αναπτύσσουν.
Ένα βιβλίο που αναιρεί άλλο βιβλίο στο οποίο αποδεικνύεται η εγκυρότητα του πρώτου.
Ένα βιβλίο που δίνει μια τέτοια εντύπωση της πραγματικότητας ώστε όταν επιστρέφουμε στην πραγματικότητα μας δίνει την εντύπωση ότι διαβάζουμε ένα βιβλίο.
 Ένα βιβλίο στο οποίο έχει αξία μόνο η δέκατη λέξη της εφτακοσιοστής σελίδας και όλες οι υπόλοιπες έχουν γραφτεί για να κρύψουν την αξία εκείνης.
Ένα βιβλίο ο ήρωας του οποίου γράφει ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας γράφει ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας γράφει ένα βιβλίο.
Ένα βιβλίο αφιερωμένο στο να αποδεικνύει τη ματαιότητα του να γράφεις βιβλία. 

φωτογραφία της Γιώτας Γεωργοπούλου