Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Για πρώτη φορά σ' εκείνο το σχολείο



Επιχειρ

Επιχειρήσαμε να φανταστούμε την ανάμνηση της πρώτης φοράς σε ένα καινούριο σχολείο. Προέκυψε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι με την πραγματικότητα και βγήκαν στην επιφάνεια επιθυμίες, άγχη, φάλτσες μνήμες και ίσως η ενδόμυχη εικόνα μας για την σχολική εμπειρία.
   
 Η καλύτερη μέρα     
Την πρώτη μέρα ήμουν  χαρούμενος. Θα γνώριζα πολλούς φίλους θα παίζαμε στα διαλειμματα και       θα  διασκεδάζαμε  συνέχεια.  Πήγαμε στο σχολείο  με την καλύτερή μου φίλη την  Τάνια, που ήμασταν  φίλοι από το προηγούμενο σχολείο. Όταν  πηγαίναμε  προς  το σχολείο έβρεχε όχι νερό αλλά μετεωρίτες και ένας μεγάλος μετεωρίτης χτύπησε το σχολείο και το κατέστρεψε. Γυρίσαμε χαρούμενοι σπίτι. Ήταν η καλύτερη μέρα.                                                     Χρήστος Τιἀκας


Αξέχαστη μέρα
Ήταν 24 Οκτωβρίου 2000, έτσι νομίζω.  Είχα πάει στη Γερμανία σε μια πόλη που τη λέγανε …δε θυμάμαι! Απ’ το σχολείο θυμάμαι λίγα πράγματα, τα πιο σημαντικά. Ήταν ένα τετραώροφο κτήριο με μπλε και κόκκινο χρώμα στους τοίχους και τα ταβάνια, παρδαλό με άλλα λόγια. Τα έντονα χρώματα ήταν για να ανοίγουν την όρεξη για μάθημα , αλλά σε μένα δεν έπιανε το κόλπο. Υπήρχαν 384,1 παιδιά στο σχολείο. Το 0,1 το λέω έτσι, γιατί δεν ήθελε ένα παιδί να πάει σχολείο και το έβαλα στο περίπου. Πήγα στην τάξη μου, ήταν ένας καθηγητής. Μπήκα μέσα, κάθισα σ’ ένα άδειο θρανίο,  ήμασταν συνολικά 26 ή 27 παιδιά, γιατί τελικά το 0,1 που δεν ήθελε να πάει σχολείο ήταν στη δική μας τάξη. Το όνομα του καθηγητή ήταν… Μπαμπακάρης; Παράξενο! Κάθισα στο θρανίο και κάναμε φυσιολογικά –μακάρι- μάθημα …                                             Παναγιώτης Τάσιου


Πρώτη φορά στο σχολείο
Είμαστε πια στη Γερμανία. Πηγαίνω στο σχολείο με τα πόδια γιατί είναι κοντά στο σπίτι μου. Την πρώτη μέρα έρχεται κι ο μπαμπάς μαζί μου. φτάνουμε εκεί, εμένα μου χτυπάει η καρδιά μου. Λέω από μέσα μου, τι θα κάνω; Κρατάω το χέρι του μπαμπά, μπαίνουμε στην αυλή, που είναι μεγάλη με δέντρα και λουλούδια, μου φαίνεται ωραία. Κοιτάω το σχολείο είναι πολύ μεγάλο. Λέω στο μπαμπά μου «φοβάμαι, τι θα κάνω;». Μου λέει «μη φοβάσαι, τώρα θα πάμε στο διευθυντή για να βρούμε την τάξη σου.» Ούτε μια στιγμή δεν αφήνω το χέρι του μπαμπά. Δε φαίνεται κανένα παιδί. Ο μπαμπάς μού λέει τα παιδιά θα είναι στο μάθημα. Προχωρούμε σ’ έναν διάδρομο κι έρχεται ένας άνδρας ψηλός με άσπρα μαλλιά και γυαλιά. Μου φαίνεται αυστηρός. Αυτός θα είναι ο διευθυντής σκέφτομαι. «Γεια σας, αυτό είναι το καινούριο παιδί;» μας λέει. Μου χαμογελάει. Η τάξη σου λέει είναι το Γ2 , ελάτε να πάμε.                                                   Τζενσέλ Τσιριγκάν


Κάτι έγινε λάθος
Βλέπω μια θάλασσα από παιδιά να τριγυρνάει σ’ όλη την αυλή. Κάποια είναι στην ηλικία μου, άλλα μεγαλύτερα κι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Είναι κι ο φίλος μου ο Βρασίδας εκεί. Μετά από λίγη ώρα βγαίνει ο διευθυντής του σχολείου με έναν παππού που φοράει μαύρα ρούχα. Θα πρέπει να είναι φτωχός, γιατί έχει μια πολύ μακριά γενειάδα. Κρατάει ένα βιβλίο και λέει κάτι ακαταλαβίστικα. Ελληνικά πρέπει να ’ναι, αλλά δε βγάζω νόημα. Βρέχει ένα φυτό και μας πιτσιλάει. Πιτσίλισε το πουκάμισό μου! Θα του ’δειχνα εγώ, αλλά είχε κόσμο και ντρεπόμουν. Μπαίνουμε σε μια αίθουσα. Σε λίγο έρχεται μια νεαρή γυναίκα. Είναι λεπτή, ψηλή και όμορφη με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Μας λέει ότι θα είναι μαζί μας όλη τη χρονιά. Καλό αυτό! Παίζουμε ένα παιχνίδι για να γνωριστούμε. Εκεί ήταν που άρχισα να απογοητεύομαι. Μετά από κάτι ώρες που μου φάνηκαν σαν αιώνες χτυπάει το κουδούνι για να φύγουμε. Στο δρόμο για το σπίτι θυμάμαι την μαμά που μου είπε «θα είναι ωραία στο σχολείο!». Τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Μήπως ήταν άλλο πράγμα το σχολείο και άλλο αυτό που πήγα; Και η πινακίδα που έγραφε Δημοτικό; Τέλος πάντων μπερδεύτηκα, αλλά δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό ότι κάτι πρέπει να έγινε λάθος.                                                    Παύλος Φυλλαρίδης  

"Ο κουδούνας" της Ελισάβετ Τοπούζη



Κοιτάω μέσα στην καινούρια σχολική μου τσάντα για τελευταία φορά. Όλα τα βιβλία και τα τετράδιά μου είναι μέσα, το ίδιο και η κασετίνα μου. Δε φαίνεται να ξέχασα κάτι. Τότε γιατί έχω την αίσθηση ότι κάτι λείπει; «Λαμπρινή, κάνε γρήγορα, αλλιώς θα αργήσεις» φωνάζει η μαμά μου από την κουζίνα. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Ωχ , όχι! Οχτώ παρά τέταρτο! Κλείνω γρήγορα γρήγορα την τσάντα μου και βγαίνω σαν τυφώνας από το δωμάτιό μου.
«Τα λέμε μετά το σχολείο!» φωνάζω πριν βγω από το σπίτι. «Καλά να περάσεις!» ακούω την μαμά από την κουζίνα. Βγαίνω με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά αντικρίζοντας το χιόνι του Φεβρουαρίου που πέφτει από τον ουρανό. Δεν παίρνει πολλή ώρα για να φτάσω στο σχολείο, ένα κίτρινο κτήριο με μεγάλα παράθυρα και μια τεράστια αυλή. Στέκομαι μπροστά στη μαύρη καγκελόπορτα και την σπρώχνω συνειδητοποιώντας ότι είναι κλειδωμένη. «Τώρα τι θα κάνω;» αναρωτιέμαι . Κάθομαι εκεί για δυο τρία λεπτά μέχρι που βλέπω ένα αγόρι να τρέχει προς τα εδώ. «Καλημέρα» τον χαιρετώ. Εκείνος με κοιτάει και λέει «Τι κάνεις εδώ;» «Η καγκελόπορτα είναι κλειδωμένη» «Τότε γιατί δεν χτυπάς το κουδούνι;» «Υπάρχει κουδούνι;»
Εκείνος σαστίζει και με ρωτάει «είσαι καινούρια έτσι;» «Φαίνεται πολύ;» Αυτός γελάει, με προσπερνάει και πατάει κάτι μαύρο πάνω στον γκρίζο τοίχο. Τότε βγαίνει ένας ήχος από την πόρτα και εκείνος την σπρώχνει. «Άνοιξε» μου λέει και αρχίζει να τρέχει γελώντας προς την τάξη του. Φεύγω κι εγώ με κατεύθυνση το γραφείο του διευθυντή.
Εκείνος με καλωσορίζει και με οδηγεί στο τμήμα μου. Το πρώτο που βλέπω είναι η δασκάλα. Είναι πολύ όμορφη με σκούρα, σχεδόν μαύρα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Ύστερα το βλέμμα μου πέφτει προς την τάξη. Υπάρχουν οχτώ δίπλα θρανία και στο καθένα υπάρχει ένα ζευγάρι μαθητών εκτός από ένα που κάθεται ένας μαθητής, αλλά δεν τον βλέπω.
«Εσύ πρέπει να είσαι η καινούρια μας μαθήτρια» Μου λέει η δασκάλα σκύβοντας από πάνω μου. «Εγώ είμαι η δασκάλα σου. Με λένε δεσποινίδα Ειρήνη. Εσένα;» «Λαμπρινή» «Ωραία, χαίρομαι που σε γνωρίζω. Η θέση σου είναι δίπλα στον Άκη σε εκείνο το θρανίο δίπλα στο παράθυρο» μου λέει δείχνοντας τη μοναδική θέση. Πηγαίνω προς τα εκεί χωρίς να κοιτάξω τον «Άκη». Όταν κάθομαι νιώθω όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Τώρα είναι που άρχισε να με πιάνει άγχος.
«Λοιπόν, Λαμπρινή, καλή αρχή στο καινούριο σου σχολείο και εύχομαι να κάνεις γρήγορα φίλους» λέει ο διευθυντής και φεύγει. Η τάξη ησυχάζει και η δεσποινίς Ειρήνη αναστενάζει. Μόλις το κάνει αυτό, μπαμ! σαν να έσκασε βόμβα, η τάξη γεμίζει με ουρλιαχτά και τσιρίδες. Εγώ κάθομαι εκεί με γουρλωμένα τα μάτια μου από την έκπληξη. Μετά νιώθω μια πίεση στον ώμο μου και γυρνάω να δω τον «Άκη».
Έκπληκτη συνειδητοποιώ ότι ο «Άκης» είναι το αγόρι που συνάντησα στην καγκελόπορτα. «Γεια σου και πάλι» μου λέει μέσα στη φασαρία.  «Ο κουδούνας!» αναφωνώ και εκείνος γελάει. Τώρα η τάξη ησυχάζει και βγάζουμε τη Γλώσσα να κάνουμε μάθημα. Βγάζω κι εγώ το βιβλίο και το τετράδιο από την τσάντα μου και ανοίγω την κασετίνα μου για να βγάλω ένα μολύβι και μια σβήστρα.
Έβγαλα την σβήστρα και τώρα ψάχνω για το μολύβι, όμως δεν υπάρχει μολύβι στην κασετίνα μου. «Να τι είχα ξεχάσει» σκέφτομαι με γουρλωμένα τα μάτια. «Ταπ, ταπ, ταπ» ακούγεται ένας ήχος στο θρανίο μου. Κοιτάω τον Άκη. Έχει ένα στραβό χαμόγελο κι εγώ ανοίγω το τετράδιό μου και γράφω «Ευχαριστώ, κουδούνα!». Εκείνος μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο και ύστερα αρχίζει το μάθημα.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Τριαντάφυλλος Πίττας , από την Επανάσταση στη Φαντασία - ένας διανοούμενος από το Σουφλί



Γεννήθηκε στο Σουφλί το 1912. Το 1938 γράφει και δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική σε εφημερίδες της Θράκης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής παίρνει μέρος στην Αντίσταση και φυλακίζεται. Από το 1950 δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική και δοκίμια στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης.
Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό «Διαγώνιος». Στο χώρο του διηγήματος εμφανίστηκε πρώτη φορά με τη συλλογή διηγημάτων «Τα τέρατα θα έρθουν». Πέθανε το 1999.
Έργα του : α) ποιητικές συλλογές «ποιήματα» 1962, «Γυμναστική» 1973,
 β) συλλογές διηγημάτων «Τα τέρατα θα έρθουν» 1969,
«Μαγεία στο Λόφο των Μουσών» 1979,
«Το κίνημα των γυμνών» 1980,
 «Η μετακόμιση» 1977 (νουβέλα).
Επιλογή από τα κείμενά του εκδόθηκαν σε έναν τόμο από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας το 1990 με τίτλο «Φαντασία».
Μέρος της βιβλιοθήκης του βρίσκεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Σουφλίου σε ειδική πτέρυγα που φέρει το όνομά του.

Ο Τριαντάφυλλος Πίττας στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Από την Επανάσταση στη Φαντασία» ανιχνεύει τις πηγές της λογοτεχνικής του ταυτότητας : "Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά χρόνια μου μέσα σ’ ένα σπίτι πατριαρχικό. Η οικογένεια του πατέρα μου συζούσε με την οικογένεια του παππού μου. η μάνα μου, ξενόφερτη, έμοιαζε μετέωρη και δίχως επιρροή. Τη διαμόρφωσή μου τη χρωστώ περισσότερο στη γιαγιά μου …, [η οποία] συχνά μιλούσε για τον προπάππο μου, τον Παναγιώτη Επιτρόπου, δάσκαλο στο Σουφλί στις δεκαετίες του 1850 και 1860. Ο πεζογράφος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους προσανατολισμούς μου στα εφηβικά χρόνια είταν ο Δημήτρης Γληνός. Πολύ νωρίς είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για τους αγώνες των δημοτικιστών στην εκπαίδευση. Από 12 χρονών ακόμη, μαθητής της έκτης δημοτικού, είχα εγγραφεί συνδρομητής στο περιοδικό «Παιδική Χαρά» , που οι συνεργάτες του ( Φιλήντας κ.α) μετάγγιζαν στα μυαλά μας τον ψυχαρικό τους φανατισμό. Αλλά ύστερα από δύο χρόνια , στο γυμνάσιο πια, ένιωσα ξαφνικά μεγάλος και γράφτηκα στην «Αναγέννηση» του Γληνού. .. Από δημοτικιστής έγινα αγωνιστής μπαίνοντας στις νεολαιίστικες οργανώσεις της εργατικής τάξης  από τα δεκαεπτά μου χρόνια. Αγωνίστηκα στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Βόλο, στη Θεσσαλονίκη, στο Σουφλί, στο Διδυμότειχο, στην Αλεξανδρούπολη, στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Θάσο, στη Χαλκιδική και σε πολυάριθμα χωριά.  Στα 1937-38 , για ενάμιση χρόνο, έζησα στο Σουφλί , στο πατρικό σπίτι ( ύστερα από αναβολή της στρατιωτική θητείας μου ), έχοντας ένα σπουδαίο πλεονέκτημα για πνευματική δουλειά :ελεύθερο το χρόνο μου. Φρόντισα και δανείστηκα από ιδιωτικές βιβλιοθήκες πρώτ’ απ’ όλα βιβλία του Παλαμά. Κατά τη θητεία μου στο πεζικό στην Κομοτηνή (1938) .. σε μια τοπική εφημερίδα άρχισα να δίνω κείμενα, κι ανάμεσα σ’ αυτά, δημοσίευσα κριτική για ένα βιβλίο ντόπιου διανοούμενου , του Γεώργιου Ποάλα. Ο άνθρωπος αυτός με κάλεσε σπίτι του, μου φέρθηκε με ευγένεια, μου δάνεισε και διάβασα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα φυλλάδιο με ποιήματα του Καβάφη. Λίγα χρόνια αργότερα , θαρρώ στο χειμώνα του ΄40-΄41 , θα ζούσα την ίδια συγκίνηση στη Θεσσαλονίκη , μέσα στο φαρμακείο Πεντζίκη, όπου ο φίλος μου ( Ν.Γ. Πεντζίκης ) μου έδωσε να διαβάσω τα «Άπαντα» του ποιητή. Άλλοι λογοτέχνες που με γοήτευσαν είταν ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης . Παράλληλα με τα έργα των δικών μας πεζογράφων και ποιητών –κι όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες διωγμών και φυλακίσεων, μέσα στις οποίες κύλησαν οι δύο δεκαετίες της νεότητάς μου-προσέγγισα  το Ντοστογιέφσκι, το Χάμψουν , τον Πόε, το Λώρενς. Μια άλλη πηγή για τον λογοτεχνικό και πνευματικό μου σχηματισμό στάθηκε η γνωριμία μου με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και των μαθητών του , καθώς και ο υπερρεαλισμός."

Σχολιάζοντας  στο ίδιο κείμενο το διήγημά του «Τα τέρατα θα έρθουν» αναφέρει: Μέσα σε κάθε κοινωνική τάξη συνυπάρχει η δημιουργικότητα και η καταστροφικότητα, η επανάσταση και η αντεπανάσταση και, συνεπώς, η ανανέωση της κοινωνίας δε θα συντελεστεί παρά με το συντονισμό του δημιουργικού δυναμισμού που διαχέεται στις κοινωνικές τάξεις. .. Στο συγκεκριμένο διήγημα οι αυτοκαταστροφικές δυνάμεις της κοινωνίας υποβάλλονται μ’ έναν πολλαπλό συμβολισμό. Ο υπαινισσόμενος φαλλός  ( η επιθετική ενέργεια που υποκρύπτει η ανδρική σεξουαλικότητα σε σχέση προς τη γυναικεία μέσα σε συνθήκες ανδροκρατικών σχηματισμών) μεταμορφώνεται σε τέρατα του μεσοζωικού αιώνα ( δεινόσαυροι, ιχθυόσαυροι) , κι αυτά σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Το σύμβολο εδώ ενιαίο αλλά τρίμορφο στην εξελικτική του πορεία, υποβάλλει την κυρίαρχη ουσία της σύγχρονης εσωτερικότητας, είναι ένας ποιητικός αντικατοπτρισμός  του κακού που αναδύεται σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τρ. Πίττα :  «Τα ποιήματα «των Ισχνών Αγελάδων» γράφτηκαν και εκδόθηκαν το 1950. Τα έγραψα το πρώτο εξάμηνο εκείνου του έτους και τα εξέδωσα το δεύτερο. Πρωτοφανές. Ο Τριαντάφυλλος Πίττας, που ήταν για μένα ένα είδος πνευματικού μέντορα, και η Ζωή Καρέλλη επέμεναν να τα τυπώσω πάραυτα και να μην τα πειράξω. Γιατί εγώ έλεγα να τα διορθώσω και να τα αλλάξω. Και τους άκουσα και με τη βοήθεια του Κιτσόπουλου πήγαμε σ' έναν τυπογράφο και τα τυπώσαμε.» ( από συνέντευξη του Ντ. Χριστιανόπουλου στο Γιώργο Χρονά , περιοδικό Lifo ,2007)
Ο Κάρολος Τσιζεκ στη “ λιμνοθάλασσα της Γεωργικής σχολής” αναφέρει  : [από το αντίσκηνο που είχε στήσει στη λιμνοθάλασσα] «..πέρασε επίσης κι έμεινε για λίγες μέρες μαζί μου ο Τριαντάφυλλος Πίττας, που σκιαγραφείται απ’ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο διήγημα «Ο κ. Γαρύφαλλος» ·  ιδιάζουσα προσωπικότητα προοδευτικού διανοούμενου, με σπάνια χαρίσματα, ευφράδεια και κριτικό μυαλό, αλλά και σοβαρά ελαττώματα , από τα οποία το χειρότερο ήταν οι αδίστακτες μεταστροφές της συμπεριφοράς του, που οφείλονταν στη νευρωτική ιδιοσυγκρασία του.  Πιο οδυνηρά απ’ όλους τις ένιωσε ο Κίμων Φράιερ. Ο Πίττας μπορούσε , αν αποφάσιζε να δουλέψει, να γίνει ένας καλός κριτικός λογοτεχνίας. Θέλησε όμως να γίνει συγγραφέας και απέτυχε. Χάρις στο γάμο μου με την ξαδέλφη του Κορίννα θα γινόμουν αργότερα και εξ αγχιστείας συγγενής του.»