Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Ένα λεύκωμα για την Άννα ....

Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη ζωή της Άννας Φρανκ και δημιουργήθηκε από  τη Σοφία Νάσογλου .

"Η κυρία Νίτσα" του Καραγάτση : μια διασκευή

(Το παρακάτω κείμενο είναι μια απόπειρα της ομάδας του ιστολογίου να διασκευάσουμε το διήγημα του Καραγάτση. Αφαιρέσαμε τα αυτοβιογραφικά στοιχεία , μετατρέψαμε  την πρωτοπρόσωπη  αφήγηση σε τριτοπρόσωπη και αλλάξαμε σε κάποια σημεία την πορεία της διήγησης)
Ο Γιάννης , φέρελπις εικοσάχρονος άνδρας με αξιόλογη μόρφωση και αισθητική καλλιέργεια, περιδιαβαίνει τους λασπωμένους δρόμους της  ιδιαίτερης πατρίδας του, μιας παρηκμασμένης πια κωμόπολης της εύφορης  Θεσσαλίας.
Στέκεται μπροστά στο πολυκαιρισμένο και ετοιμόρροπο κτίσμα , που κάποτε ήταν το σχολείο των παιδικών του χρόνων. Ήταν ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Θυμάται πως η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη. Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και
η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παπουτσάκια των παιδιών.
Τώρα το σχολείο είναι  ένα εγκαταλειμμένο κτίσμα με χορταριασμένο αυλόγυρο.  Οι λάσπες πάντα παρούσες δυσχεραίνουν το περπάτημα του νεαρού άνδρα, όπως οι θύμησες με δυσκολία εγκαταλείπουν  το υποσυνείδητο , για να  γίνουν ζωηρές και ευδιάκριτες εικόνες. Η σκέψη του πάει αυθόρμητα στην κυρία Νίτσα, την δασκάλα του της τρίτης δημοτικού και  πρώτη του αγάπη.  Σήμερα –τη  συναντά συχνά στην Αθήνα- εξακολουθεί να είναι μια ωραία γυναίκα , που ζει ευτυχισμένη με το συνταγματάρχη άνδρα της και τη δεκάχρονη κόρη της. Τότε όμως στο μάτια του μικρού Γιάννη φάνταζε σαν οπτασία. Μέσα στη μισοσκότεινη τάξη το όμορφο αυτό κορίτσι, λευκό διάφανο και ασθενικό  ήταν σα  μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ  και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζίν. Η Ρόζα της “Maternelle” ή η Νταβιντέ Μπιρό.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήταν σε θέση να κάνει τέτοιες κρίσεις. Τότε η κυρία Νίτσα ήταν για  το Γιαννάκη η δασκαλική του αγάπη.
Αφίσα του Γιάννη Τζουμάκα
Ξαποσταίνει στο πλατύσκαλο του ερειπωμένου κτίσματος όπου πριν δέκα χρόνια ανάπνευσε ο παιδικός του έρωτας. Η κυρία Νίτσα δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της , θυμάται. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ’αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου ήταν τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που έβγαζαν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχυνόταν από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκάλιαζε τους σβόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Ο Γιάννης φέρνει στο νου την εικόνα του εαυτού του να κάθεται στο πρώτο θρανίο  και με υπομονή να περιμένει. Οι σύντροφοί του δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα’ρχόταν η κυρία”.
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η “κυρία” διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις “μεγάλες”. Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια των παιδιών.
Θα πήγαιναν στον σταθμό. Ο δρόμος ήταν γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν είχε σημασία. Αυτή η ωραία αίσθηση να νιώθει κανείς το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα! Δε θα την ξεχάσει ποτέ ο Γιάννης. Μετά τα παιδιά σχεδίαζαν να πάρουν  από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαν σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πήγαιναν  στη μεγάλη “Μαγούλα”, την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδόνιζαν τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας. Όμως,  συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου τους άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
Το μάθημα της ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές των οκτάχρονων παιδιών. Το μάθημα το ρουφούσαν σαν μέλι από το στόμα της.
Νέο κορίτσι, Μαρσάν Αντρέ