Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

«Αν ο Σαίξπηρ είχε αδελφή … » της Βιρτζίνια Γουλφ

        «Επιτρέψτε μου , μια και είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς την πραγματικότητα, να φανταστώ τι θα είχε συμβεί αν ο Σαίξπηρ είχε μια αδελφή προικισμένη με θαυμαστά χαρίσματα, που την έλεγαν ας πούμε Τζούντιθ.
      Ο ίδιος ο Σαίξπηρ πήγαινε , κατά πάσα πιθανότητα ( από τη μητέρα του είχε κληρονομήσει μερικά λεφτά) στο γυμνάσιο, όπου πιθανόν να μάθαινε λατινικά ( Οβίδιο, Βιργίλιο και Οράτιο) και τις βάσεις της γραμματικής και της λογικής. Όπως είναι γνωστό, ήταν ένα τρελόπαιδο που κυνηγούσε λαθραία κουνέλια, σκότωνε ίσως κανένα ελάφι , και αναγκάστηκε αρκετά πιο σύντομα απ΄ ό, τι θα έπρεπε να παντρευτεί μια κοπέλα από τη γειτονιά του που του έκανε ένα παιδί μάλλον πιο γρήγορα απ΄ ό, τι ήταν σωστό. Αυτή η τρέλα τον έστειλε να βρει την τύχη του στο Λονδίνο. Φαίνεται πως είχε μια κλίση για το θέατρο · άρχισε λοιπόν κρατώντας άλογα στην πόρτα της σκηνής. Πολύ σύντομα βρήκε δουλειά στο θέατρο, έγινε πετυχημένος ηθοποιός κι άρχισε να ζει στο κέντρο των πάντων, συναντώντας τους πάντες, γνωρίζοντας τους πάντες, ασκώντας την τέχνη του πάνω στα σανίδια , ακονίζοντας το πνεύμα του μέσα στους δρόμους , μέχρι που κέρδισε το δικαίωμα εισόδου στο παλάτι της βασίλισσας.
            Στο μεταξύ ας υποθέσουμε πως η εκπληκτικά προικισμένη αδελφή του είχε μείνει μέσα στο σπίτι. Είχε την ίδια αγάπη για την περιπέτεια , την ίδια δημιουργική φαντασία, την ίδια ανυπομονησία να γνωρίσει τον κόσμο όπως κι αυτός. Αυτήν όμως δεν την έστειλαν στο σχολείο. Αυτή δεν είχε την ευκαιρία να μάθει γραμματική και λογική , πολύ περισσότερο μάλιστα να διαβάσει Οράτιο και Βιργίλιο. Κάπου κάπου έπιανε στα χέρια της κάποιο βιβλίο, ίσως του αδελφού της, και διάβαζε μερικές σελίδες. Αλλά μετά έμπαιναν μέσα οι γονείς της και της έλεγαν να μαντάρει ή να έχει το νου της στο φαγητό και να μην ονειροβατεί με χαρτιά και βιβλία. Θα της είχαν μιλήσει κοφτά αλλά και καλοσυνάτα , γιατί ήταν εύποροι άνθρωποι που γνώριζαν τις συνθήκες της ζωής για μια γυναίκα και αγαπούσαν την κόρη τους –και μάλιστα πολύ πιθανό πως ο πατέρας την αγαπούσε σαν τα μάτια του. μπορεί να μουντζούρωνε μερικά χαρτιά στα κρυφά πάνω στη σοφίτα όπου φύλαγαν τα μήλα , αλλά φρόντιζε να τα κρύβει ή να τους βάζει φωτιά. Γρήγορα όμως, προτού καν βγει από την εφηβεία της, επρόκειτο να αρραβωνιαστεί με το γιο ενός εμπόρου μαλλιού της γειτονιάς. Έβαλε τις φωνές ότι αυτός ο γάμος της ήταν απεχθής κι ο πατέρας της την έδειρε άγρια.
      

    Μετά έπαψε να τη μαλώνει. Αντίθετα άρχισε να την παρακαλάει να μην τον πληγώσει , να μην τον ντροπιάσει σ΄ αυτό το ζήτημα του γάμου της. Θα της έδινε, είπε, μια αλυσίδα με χάντρες ή ένα φίνο μεσοφόρι και στα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Πώς μπορούσε λοιπόν να τον παρακούσει; Πώς μπορούσε να του ραγίσει την καρδιά; Μόνο η δύναμη του ίδιου της του ταλέντου την έσπρωξε σ΄ αυτό. Έκανε έναν μικρό μπόγο με τα πράγματά της , κατέβηκε με τη βοήθεια ενός σκοινιού κάποιο καλοκαιριάτικο βράδυ και πήρε τον δρόμο για το Λονδίνο. Δεν ήταν ακόμη δεκαεφτά χρόνων. Τα πουλιά που κελαηδούσαν στα δέντρα δεν είχαν περισσότερο την αίσθηση της μουσικής απ΄ αυτήν. Είχε μιαν εξαιρετικά γρήγορη φαντασία για τη μουσική των λέξεων , ένα χάρισμα σαν του αδελφού της. Κι όπως κι εκείνος, είχε κι αυτή κλίση για το θέατρο. Στάθηκε στην είσοδο του θεάτρου· ήθελε να παίξει, είπε. Ο κόσμος της γέλασε κατάμουτρα. Ο διευθυντής ( ένας παχύς άνδρας με χοντρά χείλια) άρχισε να χαχανίζει. Μούγκρισε κάτι για σκυλάκια πουντλ που χορεύουν και γυναίκες που παίζουν στο θέατρο. Καμιά γυναίκα , είπε, δε θα μπορούσε να γίνει ηθοποιός. Έκανε υπαινιγμούς          ( μπορείτε να φανταστείτε για ποιο πράγμα). Δεν θα μπορούσε να διδαχθεί την τέχνη της. Θα μπορούσε να μπει για να φάει σε μια ταβέρνα ή να γυρίζει στους δρόμους τα μεσάνυχτα; Παρόλα αυτά η μεγαλοφυΐα της βρισκόταν στη λογοτεχνία και λαχταρούσε να τραφεί πλούσια μεσ΄ απ΄ τη ζωή των ανδρών και των γυναικών και να μελετήσει τις ιδιομορφίες τους. Στο τέλος ( γιατί ήταν πολύ νέα κι έμοιαζε αλλόκοτα στο πρόσωπο με τον Σαίξπηρ τον ποιητή , με τα ίδια γκρίζα μάτια και τα κυρτά φρύδια) στο τέλος ο Νικ Γκρην, ο ηθοποιός-διευθυντής , τη λυπήθηκε· αυτή ανακάλυψε πως ήταν έγκυος απ΄ αυτόν τον κύριο και ( ποιος μπορεί να μετρήσει το πάθος και τη δριμύτητα της καρδιάς του ποιητή , όταν βρεθεί κλεισμένη και μπερδεμένη μέσα σ΄ ένα γυναικείο κορμί; ) αυτοκτόνησε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ και βρίσκεται θαμμένη σε κάποιο σταυροδρόμι όπου σταματούν τώρα τα λεωφορεία μεταξύ Elephant και  Castle.

          Αυτός είναι,  θαρρώ,  ο τρόπος που θα τέλειωνε η ιστορία , αν μια γυναίκα είχε την εποχή του Σαίξπηρ τη μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ.    
 
( απόσπασμα από το βιβλίο της Β. Γουλφ
     «Ένα δικό σου δωμάτιο»)
                    

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η γυναικεία γραφή… για τη Ρέα Γαλανάκη



"Ο άνθρωπος λοιπόν που γράφει, όταν είναι γυναίκα, ανοίγει μια πελώρια τσάντα, απ΄ όπου βγάζει ,…., πλυντήρια, κατσαρόλες, έπιπλα, σφουγγαρόπανα, εσώρουχα, τις μυρωδιές από τα εξαίσια ή από τα καμένα της φαγητά, τη λιβιδιακή της σχέση με το υπαρκτό ή ανύπαρκτο μωρό της, τις ερωτικές της σχέσεις όλες αδιαίρετα αλλά και κάθε μια ξεχωριστά , τις προηγούμενες γυναίκες της οικογένειάς της άλλες γριές και άλλες πεθαμένες , τον πατέρα και τα αδέρφια, τα΄ αρσενικά και τα θηλυκά της πρότυπα όπως κατά περιόδους διαμορφώνονται , τους φίλους γυναίκες άνδρες ή ομοφυλόφιλους που έχουν φύγει ή μείνει στη ζωή της, την ένταξή της και την αποχώρηση από κόμματα ή ομάδες, -και για να κλείσει ο κύκλος ξαναβγάζει πλυντήρια, σφουγγαρόπανα, έπιπλα, κλειδιά, γυαλιά του ήλιου κλπ. Μέσα απ΄ αυτόν τον τοκετό της τσάντας θα υπάρξει η ιστορία , μέσα από τη δική της βουβή, ανυπόληπτη συχνά και ιδιόρυθμη ταξική πάλη με το περιβάλλον θα φιλτραριστεί η πάλη των τάξεων, ο κίνδυνος της εξουσίας, κι άλλα. Μέσα από τον έρωτα , ή για να το πούμε πιο καλά, μέσα από την ήττα της αγάπης. Η ομολογία αυτής της ήττας είναι σταθερός σχεδόν τόπος στη λογοτεχνία των γυναικών. Δύσκολα υπάρχει αυτό που λέμε «νίκη» ή «εξουσία» σ΄ ένα μη στρατευμένο γυναικείο κείμενο."
( απόσπασμα από το κείμενο «Η γυναικεία γραφή και η καταραμένη Πανδώρα», περιοδικό «Λέξη» τχ 15 )

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ελένη Μπούκουρη Αλταμούρα ή Χρυσίνη Μπούκουρα ή Κριζίνι ή ο Κανένας

τα πολλαπλά εκμαγεία της Ελένης


Αρβανίτισσα και Ελληνίδα, με παιδεία ανατολίτικη ( ελληνική) και δυτική ( ιταλική) , ορθόδοξη και καθολική και «μάγισσα», γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άνδρα και δυστυχής «όταν έπρεπε να ντύνεται με γυναικεία ρούχα», μητέρα χωρίς γάμο, σύζυγος χωρίς άνδρα, χαροκαμένη μάνα , παθιασμένη για ελευθερία και γνώση, ερωτευμένη με την τέχνη και σαλεμένη αποκρυφίστρια , ένας ξεχωριστός άνθρωπος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα,   η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος έζησε μια ζωή πολυτάραχη, σαν μυθιστόρημα.
Η Ρέα Γαλανάκη στο βραβευμένο της μυθιστόρημα « Ελένη ή ο Κανένας» έχοντας ερευνήσει εμπεριστατωμένα τη ζωή της Ελένης Μπούκουρα ψυχανεμίζεται και εικάζει τους απόλογους της ζωγράφου.
φωτογραφία της Ελένης Μπούκουρα


«Ότι αυτός ο άνδρας, που θα φωτογραφιζότανε και θα έμενε εσαεί, πιο πολύ από την ίδια του την ύλη, δεν υπήρξε, όντας μονάχα μια γυναίκα που ντύθηκε κι έζησε ένα διάστημα σαν άνδρας. Και ότι αυτός ο ανύπαρκτος , κυριολεκτικά ο Κανένας , αποφάσισε να φωτογραφηθεί αγέλαστος και είρων. Έτσι όφειλε να σταθεί, όχι από άγνοια ή έπαρση , μα επειδή βρισκότανε στο ρόλο του εκδικητή.»


απελπισία, βραβευμένος πίνακας της Ελ. Μπούκουρα
«… οι ιστορίες των μεγάλων , σοφά στρογγυλεμένες και συμπαγείς σαν σχολική υδρόγειος σφαίρα , όταν αδειάζουν τα σχολεία συνεχίζουν τις περιφορές τους, διάτρητες από θάλασσες οδύνης και χαράδρες σιωπών.»
Σαβέριο Αλταμούρα
«Άνεμε, σε ρωτώ λοιπόν, πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;»

Ιωάννης Αλταμούρας, ο πρωτότοκος γιος

«Όπου , μαζί με άλλες καθημερινές σου έγνοιες μου έγραφες ότι ανάμεσα στα δύο απέραντα γαλάζια το μάτι πρέπει σαν πουλί να ξεκουράζεται πάνω σε μια λουρίδα γης ή πάνω στο κατάρτι ενός μικρού πλεούμενου. Ότι τα φουσκωμένα ιστία πρέπει να αίρουν το σκαρί ανάλαφρα, σαν γήινη αμαρτία προς την εξιλέωσή της. Ότι τα κύματα γράφονται πάντοτε με τρίγωνα , η τρικυμία με λοξά αφρισμένα αυλάκια, η νηνεμία σαν δωδεκάχρονο κορίτσι μπροστά στον καθρέφτη.»
Ιωάννης Αλταμούρας , θαλασσογραφία

Ιωάννης Αλταμούρας, το λιμάνι της Κοπεγχάγης


«Είχα ακούσει ότι στη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων , είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις. Ότι τα επεισόδια του βίου προχωρούνε εφεξής από πολύ  μακριά , ισοπεδωμένα , αδιάφορα σχεδόν για την κανονική ζωή. Έτσι επρόκειτο να ζήσω.»

Ελένη Μπούκουρα, αυτοπροσωπογραφία