Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ο Νικόλας, η Βαρβάρα … και η κυρία Ιουλία



(Δύο αφηγήσεις με αφορμή το διήγημα του Αντόν Τσέχωφ «Ένας αριθμός»)



Ήταν μια ήσυχη μέρα και , όπως συνήθως, έπαιζα με το αγαπημένο μου αυτοκινητάκι –Μερσεντές, την ασημί έκδοση-, μέχρι που ακούω τον μπαμπά να μιλάει με πολύ δυνατή φωνή. Ανησύχησα, γιατί είχα καιρό να τον ακούσω έτσι! Με αθόρυβα βήματα κατέβηκα στον κάτω όροφο και πλησίασα όσο μπορούσα το γραφείο του. Παρακολουθώντας τη συζήτησή του με την κυρία Ιουλία –δασκάλα μου στη μουσική- έμεινα άφωνος! Ήταν η πρώτη -και ελπίζω τελευταία  φορά- που τον έβλεπα να φέρεται τόσο απάνθρωπα! Όσο περνούσε η ώρα τόσο και κατέβαινε ο μισθός της δασκάλας, ώσπου από τα ογδόντα ευρώ έφτασε στα έντεκα και τότε η δασκάλα πήγε να λιποθυμήσει. Σ΄ αυτό το σημείο όμως  ο μπαμπάς ανακοινώνει ότι της έκανε μια φάρσα , για να της μάθει να ζητά το δίκιο της. Και η δασκάλα έφυγε ευχαριστημένη με τον κανονικό της μισθό χωρίς να με προσέξει. Όμως εγώ απορροφημένος από τη συζήτηση ξέχασα να πάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο δωμάτιό μου και όταν βγήκε ο μπαμπάς από το γραφείο με είδε! Ε λοιπόν μου έβαλε μια καλή τιμωρία για δύο εβδομάδες , επειδή κρυφάκουσα. Τι να κάνουμε αυτά έχει η ζωή, θα τα υποστώ!
                                                          Ξενοφών  Ψαρράς

Καθώς έτρεχα στο διάδρομο άκουσα συνομιλίες από το γραφείο του πατέρα. Πήγα να ακούσω , αλλά φυσικά δεν μπήκα μέσα. Ο μπαμπάς λέει πως δεν θέλει να ανακατευόμαστε στις δουλειές του. Έτσι κρυφάκουσα. Αμέσως κατάλαβα πως μέσα ήταν η κυρία Ιουλία, η δασκάλα των αγγλικών, και ο μπαμπάς της έδινε το μισθό της. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Κάτι δεν κολλούσε από την αρχή. Μείωνε τα ευρώ της δασκάλας συνεχώς. Λέω από  μέσα μου «Πάει ο μπαμπάς έγινε διεστραμμένος , τα έχασε!». Εκείνος όμως συνέχιζε να μειώνει τα χρήματα από το μισθό της κ. Ιουλίας. Της είπε και τι δεν της είπε της καημένης και όλο έκοβε. «Ένα» λέει «για σένα που ήσουν άρρωστη, τόσα για τις γιορτές…» Άσε σου λέω χαμός! Η κυρία Ιουλία όλο και τσαλάκωνε το φουστάνι της νευρικά. Εκείνος μείωνε , μα εκείνη δε έβγαζε άχνα. Στο τέλος της έδωσε τα έντεκα ευρώ που απέμειναν από τις μειώσεις. Εκείνη είπε μονάχα ένα «ευχαριστώ» κι εκεί που νόμιζα πως ο πατέρας μας είχε γίνει στρίτζος , απάνθρωπος και γεροξεκούτης, να και το happy end. Για να καταλάβεις, της είπε πως της έκανε απλά μια φάρσα για να δει αν θα μιλούσε και τη μάλωσε , γιατί «αν δεν πατήσει λίγο πόδι ,δεν θα επιβιώσει στη ζούγκλα της σύγχρονης αγοράς εργασίας». Έτσι είπε. Τότε χάρηκα και έφυγα τρέχοντας , για να μην με δουν.
                                                                     Αναστασία  Ψαρρά      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.