Ένα γερό ξύλο
Ήμουνα τότες στην Α΄ή Β΄ Ελληνικού. Ο καθηγητής μας μάς παίδευε κυριολεκτικά στο συντακτικό και στη γραμματική . Μας έβαζε ένα ωρισμένο κομμάτι αρχαίο ελληνικό κείμενο κι εμείς έπρεπε να του γράφουμε στο χαρτί όλη τη συντακτική ανάλυση. Εγώ ήμουνα καλός μαθητής κι έκανα ευσυνείδητα τη δουλειά μου αυτή, μα δεν μπορούσα ν΄ αντισταθώ και στις φυσικές μου ανάγκες. Έτσι σε μια στιγμή θέλησα να βγω έξω.
- Να πας στο διάλειμμα, μου είπε ο καθηγητής. Αμή τώρα; Τι να ΄κανα ; σάμπως ήταν στο χέρι μου να περιμένω; Αποφάσισα λοιπόν να βγω κρυφά και τα κατάφερα. Σα μ΄ ανακάλυψε ο δάσκαλος μ΄ έβαλε στη φυλάκα, δηλαδή στο ισόγειο του σχολείου κάτ΄ απ΄ την τάξη.
Η φυλάκα αυτή στην μια μεριά της είχε σίδερα που τη χώριζαν απ΄ την αυλή του σχολείου των κοριτσιών που΄ ταν δίπλα μας. Τα κορίτσια στο διάλειμμα τριγυρίζανε ΄ κει κοντά σε μας και μόλις πλησιάζανε τα σίδερα, εμείς οι φυλακισμένοι απλώναμε τα χέρια μας και τις αρπάζαμε απ΄ τις πλεξούδες. «Αααα!!» βάζανε μια στριγκλιά ‘ κείνες και φεύγανε μακριά. Κείνη τη μέρα εγώ είχα δράσει σ΄ αυτά τα μαλλιοτραβήγματα. Όταν λοιπόν κάποτε στ΄ αυτιά μας – των φυλακισμένων- έφτασ΄ η φήμη ότι ο δάσκαλος ερχ’όταν κάτω, μια και δυο, σα μικροφτιαγμένος που ‘ μουνα , βγαίνω απ΄ τα σίδερα και τρέχω να κρυφτώ πού νομίζετε; Στο αποχωρητήριο.
Πάει ο δάσκαλος στη φυλάκα και βλέπει πως λείπω.
- Πού είναι ο Βάρναλης ; ρωτά.
Οι άλλοι του είπανε πού ήμουνα κι αυτός με περίμενε να βγω. Μα πού να ξετρυπώσω ΄ γω! Καμιά φορά όμως είπα να δώσω τέλος στην υπόθεση και τ΄ αποφάσισα.
- Βρε, μου λέει ο δάσκαλος, πώς μπόρεσες και βγήκες;
- Από δω, του ΄πα, δείχνοντας τα σιδερένια κάγκελα.
- Μπα! Έκαμ’ εκείνος , και χώρεσες ; Για μπες πάλι να σε δω.
Κι ανύποπτος εγώ, ενώ συλλογιζόμουν πως τη γλύτωσα, έχωσα το κεφάλι μου απ΄ τα κάγκελα κι ετοιμαζόμουν να βάλω και το σώμα μου. Μ΄ αρπάζει τότε ο καλός μου ο δάσκαλος και μου τινάζει ένα ξύλο! Μα τι ξύλο!
Ως και τώρα άμα το θυμάμαι καμιά φορά – καληώρα σαν και τώρα- αισθάνομαι στο κορμί μου πόνους! Κώστας Βάρναλης (1883-1974)
- Να πας στο διάλειμμα, μου είπε ο καθηγητής. Αμή τώρα; Τι να ΄κανα ; σάμπως ήταν στο χέρι μου να περιμένω; Αποφάσισα λοιπόν να βγω κρυφά και τα κατάφερα. Σα μ΄ ανακάλυψε ο δάσκαλος μ΄ έβαλε στη φυλάκα, δηλαδή στο ισόγειο του σχολείου κάτ΄ απ΄ την τάξη.
Η φυλάκα αυτή στην μια μεριά της είχε σίδερα που τη χώριζαν απ΄ την αυλή του σχολείου των κοριτσιών που΄ ταν δίπλα μας. Τα κορίτσια στο διάλειμμα τριγυρίζανε ΄ κει κοντά σε μας και μόλις πλησιάζανε τα σίδερα, εμείς οι φυλακισμένοι απλώναμε τα χέρια μας και τις αρπάζαμε απ΄ τις πλεξούδες. «Αααα!!» βάζανε μια στριγκλιά ‘ κείνες και φεύγανε μακριά. Κείνη τη μέρα εγώ είχα δράσει σ΄ αυτά τα μαλλιοτραβήγματα. Όταν λοιπόν κάποτε στ΄ αυτιά μας – των φυλακισμένων- έφτασ΄ η φήμη ότι ο δάσκαλος ερχ’όταν κάτω, μια και δυο, σα μικροφτιαγμένος που ‘ μουνα , βγαίνω απ΄ τα σίδερα και τρέχω να κρυφτώ πού νομίζετε; Στο αποχωρητήριο.
Πάει ο δάσκαλος στη φυλάκα και βλέπει πως λείπω.
- Πού είναι ο Βάρναλης ; ρωτά.
Οι άλλοι του είπανε πού ήμουνα κι αυτός με περίμενε να βγω. Μα πού να ξετρυπώσω ΄ γω! Καμιά φορά όμως είπα να δώσω τέλος στην υπόθεση και τ΄ αποφάσισα.
- Βρε, μου λέει ο δάσκαλος, πώς μπόρεσες και βγήκες;
- Από δω, του ΄πα, δείχνοντας τα σιδερένια κάγκελα.
- Μπα! Έκαμ’ εκείνος , και χώρεσες ; Για μπες πάλι να σε δω.
Κι ανύποπτος εγώ, ενώ συλλογιζόμουν πως τη γλύτωσα, έχωσα το κεφάλι μου απ΄ τα κάγκελα κι ετοιμαζόμουν να βάλω και το σώμα μου. Μ΄ αρπάζει τότε ο καλός μου ο δάσκαλος και μου τινάζει ένα ξύλο! Μα τι ξύλο!
Ως και τώρα άμα το θυμάμαι καμιά φορά – καληώρα σαν και τώρα- αισθάνομαι στο κορμί μου πόνους! Κώστας Βάρναλης (1883-1974)
Πόσο αργά μαθαίνει κανείς
Δεν καπνίζω. Άλλοτε όμως, κάπνιζα πολύ. Έμαθα τον καπνό απ΄ τους συμμαθητές μου στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου της Άμφισσας. Καπνίζαμε όλοι μαζί στα διαλείμματα πίσω από μια μάνδρα. Το κάπνισμα δεν μ΄ ευχαριστούσε καθόλου , αλλά κάπνιζα έτσι για να καπνίζω, για να μη με λένε καθυστερημένο. Τέλος, μια μέρα ενέσκηψε στο υπαίθριο καπνιστήριό μας ο μακαρίτης γυμνασιάρχης μας Κουβελάς , που συνοδευότανε από το γιατρό της Άμφισσας, Καραθάνο. Εκοκκαλιάσαμε. Τα τσιγάρα έπεφταν κάτω το ένα μετά το άλλο. Ο Κουβελάς στάθηκε , μας κοίταξε και κούνησε το κεφάλι. Αυτό έλεγε πολλά. Μας έπιασε περισσότερο ντροπή παρά φόβος. Το κύριο όμως πρόσωπο του δράματος έγινε ο υποφαινόμενος. Επειδή ήμουν ο μικρότερος απ΄ όλους - δέκα χρονώ- ο γιατρός με πλησίασε απότομα και μου φώναξε θυμωμένος μπροστά σ΄όλους :
- Μα και συ; Καπνός σου χρειάζεται και σένα;
Πραγματικά ο γιατρός είχε δίκηο. Αυτό όμως το απλούστατο πράγμα, το κατάλαβα μόλις στα 1916 , επειδή μόνον στο σωτήριο αυτό έτος τον έκοψα. Βλέπετε ότι τόσο αργά μαθαίνει κανείς. Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
- Μα και συ; Καπνός σου χρειάζεται και σένα;
Πραγματικά ο γιατρός είχε δίκηο. Αυτό όμως το απλούστατο πράγμα, το κατάλαβα μόλις στα 1916 , επειδή μόνον στο σωτήριο αυτό έτος τον έκοψα. Βλέπετε ότι τόσο αργά μαθαίνει κανείς. Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
«Η σχολική εκδρομή»
Μες τη βαριά ανία της τάξης
όταν φέρναν δάκρυα τ’ ανούσια δευτερόλεπτα
μόνο η ιδέα της εκδρομής άνοιγε την καρδιά μου ·
τα πούλμαν σαν τα έβλεπα έξω απ’ την πόρτα της αυλής
κι όπου να’ ναι, σαν να’ χανε φτερά
θα’ παιρναν το δρόμο του βουνού ή της θάλασσας.
Ένα σύννεφο-όνειρο τύλιγε τη μακρινή ημερομηνία
που έλαμπε όλο και πιο κοντά περνώντας οι εβδομάδες.
Και ,αχ, η ανυπομονησία αποβραδίς, το καλαθάκι με τα σάντουιτς,
το καινούργιο παντελόνι κι η βελονιά της τελευταίας στιγμής….
Και μετά η επιστροφή σαν θάνατος,
όπως η λίγη νύχτα μπερδεύει τα τελευταία δέντρα της εξοχής
με τα πρώτα σπίτια της πόλης και μερικοί έχουν πια αποκοιμηθεί,
ενώ άλλοι σε υπερένταση τραγουδούν ακόμη.
Μαθαίνω ν’ αντιστρέφω το κλάσμα της πρωινής χαράς
με το δάχτυλο στο κουδούνι του σπιτιού.
Τέλειωσε, λέω· η μέρα αυτή,
που στον ορίζοντα του μέλλοντος γυάλιζε κάποτε,
πλησίασε, μεγάλωσε, ήρθε, τελείωσε.
Έτσι θα΄ ναι και με τη ζωή ….
Πώς πέρασες; Τι έγινε, πού είναι το πετσετάκι;
Το ‘ χασες ; Η μάνα μου ρωτάει . Αυτό ήταν … πάει.
Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ (1939- )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.