Τον Μάρτιο του 1947 λάβαμε ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο δώρο.
Ήταν σγουρόμαλλο , με στριφογυριστά όμορφα κέρατα και τρομερή όψη· ένα δυνατό κριάρι που μας έστειλε ο θείος μου από την Κωνσταντινούπολη για το Πάσχα. Μια χειρονομία βοήθειας προς την οικογένεια , που βγήκε ρημαγμένη οικονομικά-όπως όλοι σχεδόν οι Αθηναίοι, πλην των μαυραγοριτών-από την κατοχή και τον εμφύλιο.
Θολές οι εικόνες της άφιξής του. Μάλλον το έφεραν στην καρότσα μιας παλιάς μοτοσυκλέτας. Δυο κακομοίρηδες άνθρωποι το τραβούσαν δεμένο απ΄ το λαιμό μ΄ ένα σχοινί, αλλά το τρομερό κριάρι δεν έλεγε να κάνει ούτε βήμα.
Θυμάμαι ακόμα την πεισματάρικη όψη του και την άρνησή του να διασχίσει το σπίτι, για να φτάσει στον κήπο. Τελικά , με το ζόρι και με το καλό, κατάφεραν οι δυο κακομοίρηδες να το βγάλουν από την πόρτα της κουζίνας, που οδηγούσε στον απεριποίητο κήπο, κι εκεί το αμόλησαν.
Αμέσως, η αδελφή μου η Κοραλία κι εγώ , το βαφτίσαμε Χασάν · κι ο Χασάν το κριάρι από την Ισταμπούλ εισόρμησε στην καθημερινή ζωή του σπιτιού.
Δε βλέπαμε την ώρα να γυρίσουμε απ΄ το σχολείο και ν΄ αρχίσουμε το τρελό παιχνίδι με τον Χασάν. Καταϊδρωμένες κι ανυποψίαστες για τον κίνδυνο, κουντουρντίζαμε προσπαθώντας μ΄ επιδέξιους ελιγμούς να τον αρπάξουμε απ΄ τα κέρατα και να τον γονατίσουμε. Ο Χασάν όμως έμοιαζε αήττητος. Μπορούσε με μια κουτουλιά να μας τινάξει στον αέρα και να μας κάνει σουβλάκια. Ώσπου ένα μεσημέρι σχεδόν το διέπραξε εναντίον της γιαγιάς-Ελένης. Μόλις η μικρόσωμη και ζαρωμένη γιαγιά βγήκε απ΄ την πόρτα της κουζίνας, όρμησε ο Χασάν , και εν ριπή οφθαλμού την πέταξε κάτω.
Τότε το αποφάσισε ο πατέρας , να βρει κάποια λύση στο πρόβλημα «Χασάν». Με τη βοήθεια ενός γείτονα ξαναδέσανε με κόπους τον ατρόμητο Χασάν , και κατάφεραν να τον μετακομίσουν σ΄ ένα μεγάλο φωταγωγό του σπιτιού , όπου δίπλα βρισκόταν μια εσοχή με διάφορα ετερόκλητα πράγματα στοιβαγμένα και μπροστά-μπροστά ένα μεγάλο σακί με κριθάρι. Του βάλανε και μια γαβάθα με νερό και τον αφήσανε έγκλειστο και ταπεινωμένο. Τα παιχνίδια μας πήραν τέλος.
Πέρασε το Πάσχα, χωρίς να σφάξουμε τον Χασάν , επειδή δεν το αντέχαμε . Λίγες μέρες μετά, λόγω της γιορτής της μαμάς μου-Κωνσταντίνου και Ελένης-τον ξεχάσαμε στο φωταγωγό για μια ολόκληρη μέρα. Το επόμενο πρωί τον βρήκαμε τουμπανιασμένο κι ασάλευτο δίπλα στο σακί με το κριθάρι κι ολόγυρα σκορπισμένα σπόρια. Είχε σκίσει με τα φοβερά κέρατά του το σακί, είχε χορτάσει με την ψυχή του κριθάρι, μετά ήπιε και μπόλικο νερό, κι έσκασε ο άμοιρος Χασάν.
Η μαμά μας μπαινόβγαινε στο σπίτι μονολογώντας «Αχ! βαχ! πάει το καημένο το χαϊβάνι , πάει. Εμείς φταίξαμε. Πώς και δεν το σκεφτήκαμε;»
Η Κοραλία κι εγώ κρεμάσαμε τη μούρη κι ο πατέρας αναγκάστηκε να ξαναπληρώσει μοτοσυκλέτα για να μεταφέρει τον άτυχο Χασάν , ποιος ξέρει σε ποια χωματερή της εποχής.
Ίσως και να μετοίκησε σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό, ένθα ουκ έστι λύπη ή στεναγμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.