Τρίτη 5 Μαΐου 2020

"Ο Σκυλοφύλακας" του Βαγγέλη Πιστόλα


Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος μακρινό, ζούσε ένας αγρότης σε ένα μικρό, ταπεινό σπιτάκι. Ζούσε ολομόναχος, μα δεν τον πείραζε. Καλλιεργούσε τα λίγα χωραφάκια του και ήταν ικανοποιημένος. Κάπου κάπου, όμως σκεφτόταν ότι θα ήταν ωραίο να έχει λίγη συντροφιά.
Ένα βραδάκι, καθώς γυρνούσε από το χωράφι του κουρασμένος, άκουσε κοντά στην καλύβα του ένα κλαψούρισμα. Παραξενεμένος έψαξε τριγύρω μα δεν έβρισκε κανέναν. Ώσπου, πλησίασε στην στοίβα με τα ξύλα και τότε το είδε! Ένα μικρό κουτάβι πεινασμένο και ταλαιπωρημένο. Το πήρε στην φτωχική του καλύβα το φρόντισε και του είπε: «Θα γίνεις ο φύλακας του σπιτιού». Οι μήνες περνούσαν μα όσο και να το τάιζε, το κουτάβι δεν μεγάλωνε. Ο αγρότης απορούσε μα το λυπόταν και δεν το έδιωχνε.
«Πού ξέρεις» σκεφτόταν «μπορεί να μεγαλώσει. Άλλωστε μου αρέσει η συντροφιά του». Μια μέρα που ο αγρότης δούλευε στο χωράφι του και ο σκύλος ήταν μόνος στο σπίτι, δύο ληστές πλησίασαν κρυφά με σκοπό να αρπάξουν  ό,τι έβρισκαν. Δεν λογάριασαν το σκύλο που τους πήρε χαμπάρι, σηκώθηκε απότομα και άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Ήταν ένα γαύγισμα βαθύ και δυνατό δυσανάλογο με το μέγεθός του. Οι ληστές κατατρόμαξαν και έφυγαν άρον άρον, ενώ ο αγρότης έτρεξε προς την καλύβα του. Πρόλαβε να δει τους ληστές που έτρεχαν σαν λαγοί. Ο σκύλος του χοροπηδώντας τον πλησίασε.
Ο αγρότης χαϊδεύοντας τον σκύλο του είπε: «Αα, είχα δίκιο που σε κράτησα κοντά μου».

                                                                                      

Βαγγέλης Πιστόλας , Α2


"Τα επτά ψάρια" της Πασχαλίνας Μίλκου


Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σε ένα ενυδρείο ζούσαν επτά ψάρια. Μια μέρα δυο ψάρια συζητούσαν για το τι θα έκαναν αν μπορούσαν να βγουν από το ενυδρείο όπου ζούσαν εδώ και δύο χρόνια. Μετά το συζήτησαν και με τα αλλά ψάρια και κατάλαβαν ότι θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να κάνουν αυτή τη σκέψη πραγματικότητα. Έτσι ξεκινάει η περιπέτεια της ζωής τους.
Την επόμενη μέρα προσπάθησαν όλοι μαζί να βγουν από το ενυδρείο τους, αν και ήταν αδύνατον. Πρώτο βήμα του σχεδίου τους ήταν να κάνουν τον ιδιοκτήτη τους να τα βγάλει από το μέρος όπου έμεναν και για να το πετύχουν αυτό υπήρχε μόνο ένας τρόπος, να γεμίσουν το ενυδρείο με ακαθαρσίες. Έτσι κι έγινε μετά από τέσσερις ώρες τοποθετήθηκαν σε μια σακούλα με νερό, επειδή έπρεπε να καθαριστεί το χάλι που έκαναν. Ευτυχώς ο γιος του ιδιοκτήτη μπορούσε να επικοινωνήσει με τα ψάρια και για να τα βοηθήσει να πετύχουν τον στόχο τους τα έβγαλε από την σακούλα όπου ήταν εγκλωβισμένα και τα έριξε στην τουαλέτα πατώντας το καζανάκι.      

                                                Λίνα Μίλκου , Α1

" Η αλεπού κι ο κάβουρας" της Μαρίας Ματσούκα


Μια φορά κι ένα καιρό  ήταν μια αλεπού και ένας κάβουρας που ήταν συνέταιροι. Όταν  έφτασε το καλοκαίρι και η σοδιά ήταν έτοιμη,  την χώρισαν σε δύο στοίβες. Στην πρώτη έβαλαν το σιτάρι και στην άλλη τα τσόφλια , για  να την μοιραστούν .Πήγαν και οι δύο στο χωράφι. και η αλεπού (που ήταν και πολύ πονηρή) ,είπε στον κάβουρα : «Συνέταιρε, ήρθε η ώρα, λοιπόν , θα πάρω εγώ  το σιτάρι και εσύ τα τσόφλια .» « Δεν κατάλαβες καλά, κυρά μου,  δεν είμαι χαζός .»  «Δίκιο έχεις» είπε η αλεπού «θα πάρεις εσύ τα τσόφλια κι εγώ το σιτάρι .» «Συνέταιρε, σου το ξαναείπα δεν είμαι χαζός» απάντησε πάλι ο κάβουρας.  «Χμμμ, καλά τώρα». Η αλεπού έσκαψε μια γραμμή και είπε: «Θα κάνουμε αγώνα .Όποιος  φτάσει πρώτος στο άχυρο θα το πάρει εντάξει.» « Γιατί όχι !!!» .

Πήραν θέση και αρχίζει η αλεπού να μετράει «Ένα… δύο …τρία …ΠΑΜΕ!». Τρέχει η αλεπού και ο κάβουρας στραβά στραβά τρέχει και αυτός. Γραπώνετε μια από την ουρά της αλεπού που κουνιόταν δεξιά και αριστερά . Όταν έφτασε  στο τέλος η αλεπού τινάζετε και ο κάβουρας πηδάει στο σιτάρι . Έσκασε από την ζήλια της η αλεπού και κατακοκκίνισε από το θυμό της.

                                                                                       Μαρία Ματσούκα, Α1

«Ο βοσκός και το φίδι» , της Νεκταρίας Κοντογούνη


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα χωριουδάκι ένας βοσκός με τη σύζυγό του.

            Κάθε μέρα έβοσκε τα προβατάκια του στο καταπράσινο λιβάδι. Σύντροφός του πιστός ήταν ένα γεράκι –κι όχι ένας σκύλος όπως συνηθίζεται- γιατί ο άντρας φοβόταν πολύ τα φίδια.

-Εεε , του φώναζε το γεράκι, πάρ΄ το κοπάδι σου και πήγαινε παρακάτω, εδώ έχει φωλιές φιδιών.

Έπαιρνε τότε το κοπάδι του ο βοσκός και πήγαινε παρακάτω.

            Το αγαπούσε και το φρόντιζε πολύ το γεράκι του.

-Αχ καλό μου, του ΄λεγε, σαν παιδί μου σε έχω.

            Μια μέρα όμως εκεί που έβοσκε το κοπάδι του, στο δάσος ξέσπασε μεγάλη φωτιά. Το γεράκι τρομαγμένο από τις τεράστιες φλόγες, πέταξε μακριά. Ο βοσκός άκουσε μια φωνή να καλεί σε βοήθεια.

-Βοήθεια καλέ μου άνθρωπε, έλεγε ένα φίδι, προστάτεψέ με.

Τότε ο βοσκός ξέχασε το φόβο του, άπλωσε τη γκλίτσα του και το φίδι τυλίχτηκε και σώθηκε από τις φλόγες.

            Από τότε ο βοσκός κατάλαβε πόσο σημαντικά και χρήσιμα είναι όλα τα πλάσματα πάνω στη γη!!!

                                                                               Κοντογούνη Νεκταρία , Α1