Μια φορά
και έναν καιρό, σε ένα δάσος μακρινό, ζούσε ένας αγρότης σε ένα μικρό, ταπεινό
σπιτάκι. Ζούσε ολομόναχος, μα δεν τον πείραζε. Καλλιεργούσε τα λίγα χωραφάκια
του και ήταν ικανοποιημένος. Κάπου κάπου, όμως σκεφτόταν ότι θα ήταν ωραίο να
έχει λίγη συντροφιά.
Ένα
βραδάκι, καθώς γυρνούσε από το χωράφι του κουρασμένος, άκουσε κοντά στην καλύβα
του ένα κλαψούρισμα. Παραξενεμένος έψαξε τριγύρω μα δεν έβρισκε κανέναν. Ώσπου,
πλησίασε στην στοίβα με τα ξύλα και τότε το είδε! Ένα μικρό κουτάβι πεινασμένο
και ταλαιπωρημένο. Το πήρε στην φτωχική του καλύβα το φρόντισε και του είπε: «Θα
γίνεις ο φύλακας του σπιτιού». Οι μήνες περνούσαν μα όσο και να το τάιζε, το
κουτάβι δεν μεγάλωνε. Ο αγρότης απορούσε μα το λυπόταν και δεν το έδιωχνε.
«Πού ξέρεις»
σκεφτόταν «μπορεί να μεγαλώσει. Άλλωστε μου αρέσει η συντροφιά του». Μια μέρα
που ο αγρότης δούλευε στο χωράφι του και ο σκύλος ήταν μόνος στο σπίτι, δύο
ληστές πλησίασαν κρυφά με σκοπό να αρπάξουν ό,τι έβρισκαν. Δεν λογάριασαν το σκύλο που
τους πήρε χαμπάρι, σηκώθηκε απότομα και άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Ήταν
ένα γαύγισμα βαθύ και δυνατό δυσανάλογο με το μέγεθός του. Οι ληστές κατατρόμαξαν
και έφυγαν άρον άρον, ενώ ο αγρότης έτρεξε προς την καλύβα του. Πρόλαβε να δει
τους ληστές που έτρεχαν σαν λαγοί. Ο σκύλος του χοροπηδώντας τον πλησίασε.
Ο αγρότης χαϊδεύοντας
τον σκύλο του είπε: «Αα, είχα δίκιο που σε κράτησα κοντά μου».
Βαγγέλης Πιστόλας , Α2